Αλλοπρόσαλλοι χειρισμοί και ο ρόλος του Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων

613

Της Δρ. Άντρη Χατζηανδρέου

Πρόεδρος Παγκύπριας Ένωσης Καθηγητών Μουσικών Σχολείων

2018: Διαδικασίες «αστραπή» και θετική γνωμοδότηση για συνεργάτες της αυλής του Προεδρικού

Τον Οκτώβριο του 2021 βλέπει το φως της δημοσιότητας η Έκθεση του Γενικού Ελεγκτή σε σχέση με την υπόθεση μετατροπής του καθεστώτος απασχόλησης τεσσάρων συνεργατών της Προεδρίας, από καθεστώς αγοράς υπηρεσιών σε μισθωτά πρόσωπα και έπειτα σε εργαζομένους αορίστου χρόνου. Εν ολίγοις, το 2013 τέσσερεις συνεργάτες ενός αιρετού προσώπου, δηλαδή αυτού του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, προσλαμβάνονται ως αυτοτελώς εργαζόμενοι ώστε να υπηρετήσουν μέχρι τη λήξη της συγκεκριμένης Προεδρίας. Το 2018 ωστόσο, οι εν λόγω συνεργάτες προχωρούν με υποβολή αιτήματος στο αρμόδιο θεσμικό πρόσωπο, τον Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων, για εξέταση και καθορισμό του καθεστώτος απασχόλησής τους στην υπηρεσία όπου εργάζονται, διεκδικώντας καθεστώς μισθωτού προσώπου. Το ίδιο έτος και συγκεκριμένα στις 28 Φεβρουαρίου 2018, ημερομηνία την οποία αναφέρει το Προεδρικό στην δημόσια απάντησή του προς τον Γ.Ε. στις 29.10.2021, οι τέσσερεις συνεργάτες λαμβάνουν θετική γνωμοδότηση από τον Διευθυντή Κ.Α. ως προς το αίτημά τους. Έπειτα, με αφορμή την εν λόγω γνωμοδότηση, δημιουργείται, κατά την άποψή τους, έδαφος για διεκδίκηση περαιτέρω εργασιακών δικαιωμάτων, ταυτόσημων με αυτών των δημοσίων υπαλλήλων. Μετατρέπονται έτσι, σε υπαλλήλους αορίστου χρόνου, κατά τρόπο με τον οποίο στο παρόν στάδιο, εν πάση περιπτώσει, δίδεται έναυσμα στον Γ.Ε. για αμφισβήτηση της νομιμότητας της απόφασης αυτής.

2019: Χρονοβόρες διαδικασίες και αδιερεύνητα αιτήματα για ομάδα εργαζομένων στα Μουσικά Σχολεία μέχρι και σήμερα

Το 2019 και αφού προηγείται η αστραπιαία και άγνωστη μέχρι προσφάτως γνωμοδότηση του 2018 για τους τέσσερεις συνεργάτες της Προεδρίας, ομάδα εργαζομένων στα Μουσικά Σχολεία εκπροσωπούμενοι από γνωστό δικηγορικό γραφείο, υποβάλλει αίτημα στο Διευθυντή Κ.Α. και ζητά όπως εξεταστούν οι συνθήκες εργασίας της ώστε να καθοριστεί το καθεστώς απασχόλησής της, σύμφωνα με τον περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμο 59(Ι)/2010 όπως αυτός έχει τροποποιηθεί. Η Υπηρεσία Κ.Α. με απαντητική επιστολή επιβεβαιώνει την παραλαβή του αιτήματος, αναφέροντας ότι θα εξεταστεί το συντομότερο. Παρόλα αυτά, χρειάζεται αριθμός επιστολών και πιέσεων μέχρις ότου το αίτημα όντως να τύχει εξέτασης. Το 2020 και αφού παρήλθαν εννέα και πλέον μήνες, ο Διευθυντής Κ.Α. κοινοποιεί την γνωμοδότησή του. Επιγραμματικά αναφέρει ότι, περί το 2013 είχαν εκδοθεί διοικητικές πράξεις αναφορικά με τους εργαζομένους στα μουσικά σχολεία και πως αυτοί καθορίστηκαν ως αυτοτελώς εργαζόμενοι, ενώ οι πράξεις αυτές έχουν καταστεί τελεσίδικες διότι δεν ασκήθηκε οποιαδήποτε ιεραρχική προσφυγή ή προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο.

Από την τοποθέτηση αυτή εξάγονται τρία ενδιαφέροντα συμπεράσματα: (1) η αποστέρηση του προσωπικού δικαιώματος των εργαζομένων να ζητήσουν εξέταση του καθεστώτος εργοδότησής τους προτού προχωρήσουν σε ιεραρχική προσφυγή ή σε προσφυγή στο Δ.Δ. εάν το επιθυμούν, (2) η απουσία ενδελεχούς εξέτασης οποιουδήποτε αιτήματος οποιουδήποτε εργαζομένου από το καθ’ ύλην αρμόδιο θεσμικό όργανο, όπως αυτή πηγάζει από τις υποχρεώσεις και τις εξουσίες του και (3) η συνεπακόλουθη άγνοια του Διευθυντή Κ.Α. της εν εξελίξει προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο, η οποία σχετιζόταν άμεσα με το αίτημα των εν λόγω εκπαιδευτικών. Μέχρι και σήμερα, δύο χρόνια αργότερα από το αρχικό αίτημα των εργαζομένων, ο Διευθυντής Κ.Α. δεν προχώρησε σε επιπλέον και εις βάθος έρευνα ακόμα μετά και από επαναλαμβανόμενη και τεκμηριωμένη υποβολή του αιτήματός τους, ούτε επανήλθε με επικαιροποιημένη γνωμοδότηση.

2013: Θεσμικές αντιφάσεις και παραλήψεις στη διερεύνηση πανομοιότυπων αιτημάτων

Μεγαλύτερο ενδιαφέρον προκαλεί μια δεύτερη αντιπαράθεση με την υπόθεση των τεσσάρων συνεργατών της Προεδρίας. Αυτή των χιλιάδων εκπαιδευτικών οι οποίοι απασχολούνται στα Απογευματινά και Βραδινά Προγράμματα του ΥΠΠΑΝ, τα οποία παρεμπιπτόντως περιλαμβάνουν και τα Μουσικά Σχολεία. Παρατίθενται εν συντομία, οι λόγοι για τους οποίους η υπόθεση αυτή κινεί ακόμη περισσότερο την περιέργεια του υποψιασμένου αναγνώστη και του πολιτικά καταρτισμένου πολίτη. Ανάμεσα στα καταγεγραμμένα ιστορικά «κουτσομπολιά» που συνδέονται με το συγκεκριμένο θεσμικό όργανο, κυριαρχεί το εξής παράδοξο και εξόφθαλμα προκλητικό φαινόμενο. Το 2013, ανακοινώνεται η γνωστή γνωμοδότηση του τότε Διευθυντή Κ.Α. για αλλαγή του καθεστώτος μισθωτής εργασίας όλων ανεξαιρέτως των εκπαιδευτικών που απασχολούνταν στα εν λόγω προγράμματα, καθεστώς με το οποίο είχαν προσληφθεί. Η γνωμοδότηση επιβάλλει την άμεση μετατροπή τους σε αυτοεργοδοτουμένους, με αποτέλεσμα οι εκπαιδευτικοί να απωλέσουν αυτόματα τα στοιχειώδη εργασιακά τους δικαιώματα και περίπου το 35% των εισοδημάτων τους. Ως εκ τούτου, ομάδα εργαζομένων προσφεύγει στο Διοικητικό Δικαστήριο με εκπροσώπησή τους από την ΠΑΣΕΥ ΠΕΟ, με σκοπό την ακύρωση της εν λόγω απόφασης και την επαναφορά της απασχόλησής τους σε καθεστώς μισθωτής εργασίας. Προσφυγή η οποία παρεμπιπτόντως δεν είχε περιέλθει στην αντίληψη του Διευθυντή Κ.Α. μέχρι και το 2020, έτσι όπως καταδεικνύει άλλωστε η προαναφερθείσα τοποθέτησή του. Δηλαδή, έξη χρόνια μετά την καταχώρησή της και μόλις λίγους μήνες πριν την έκδοση σχετικής απόφασης, το καθ’ ύλην αρμόδιο όργανο συνεχίζει να βρίσκεται σε άγνοια για ένα τόσο φλέγον ζήτημα το οποίο επηρεάζει χιλιάδες εργαζομένους, συμπεριλαμβανομένης και της ομάδας εργαζομένων στα Μουσικά Σχολεία η οποία είχε αποταθεί στην υπηρεσία του το 2019.

Στην περίπτωση λοιπόν των εκπαιδευτικών στα ΑΒΠ του ΥΠΠΑΝ και σε αντίθεση με τους τέσσερεις συνεργάτες της Προεδρίας, το 2013 ο Διευθυντής Κ.Α.  παραβλέπει το γεγονός ότι (1) η προϋπηρεσία των εργαζομένων καταγράφει σειρά ετών μισθωτής απασχόλησης που σε πολλές περιπτώσεις αριθμεί ολόκληρες δεκαετίες, (2) στα συγκεκριμένα προγράμματα υπάρχουν αποδεδειγμένα επαναλαμβανόμενες εκπαιδευτικές ανάγκες, (3) οι υπηρεσίες που παρέχουν είναι ακριβώς ταυτόσημες με αυτές των υπολοίπων μισθωτών και μονίμων εκπαιδευτικών, και (4) πρόκειται για ανάγκες που αφορούν σε Υπουργείο του κράτους και όχι στην Προεδρία της κυβέρνησης. Εδώ προκύπτει αβίαστα το εξής ερώτημα: γιατί στην περίπτωση των τεσσάρων συνεργατών ενός αιρετού προσώπου κρίνεται κατάλληλη η μισθωτή απασχόληση, ενώ στην περίπτωση των χιλιάδων εκπαιδευτικών οι οποίοι προσλήφθηκαν εξαρχής με μισθωτή απασχόληση και εργάζονταν ως τέτοιοι επί σειρά ετών, να αποφασίζεται ακριβώς το αντίθετο από το ίδιο θεσμικό όργανο;

2020: Έκδοση απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου δικαιώνει του εκπαιδευτικούς

Στις 8 Οκτωβρίου 2020, εκδίδεται η πολύαναμενόμενη απόφαση του Δ.Δ. Μέσα από αυτή, γίνεται ακόμα πιο ξεκάθαρο ότι, μια απλή αντιπαράθεση του χειρισμού διαφόρων αιτημάτων όπως αυτός παρατηρείται στις προαναφερθείσες περιπτώσεις, ενδυναμώνει την υποψία ότι οι διαδικασίες μέσα από τις οποίες λαμβάνονται σημαντικές αποφάσεις, συχνά δεν είναι ευδιάκριτες. Υπογραμμίζεται ότι, το Δ.Δ. στην απόφαση υπ’ αριθμό 1368/2014  προσφυγή καταγράφει, συν τοις άλλοις, ότι η γνωμοδότηση του Διευθυντή Κ.Α. το 2013 ήταν «εσφαλμένη, ως πεπλανημένη, το αποτέλεσμα μη δέουσας έρευνας και συνακόλουθα ως αναιτιολόγητη», και την κρίνει άκυρη. Εύλογα διερωτάται λοιπόν κανείς, μήπως ο τρόπος με τον οποίο προκύπτουν γνωμοδοτήσεις αφήνουν περιθώριο εξωτερικών παρεμβάσεων; Μήπως η ερμηνεία των δεδομένων και του νόμου αφήνει περιθώρια για μεγάλες αποκλίσεις στις όποιες αποφάσεις ανάλογα με τους αιτούντες; Ή μήπως το μπάχαλο που επικρατεί στον τομέα των εργασιακών δικαιωμάτων, οφείλεται τελικά σε μια διαχρονικά προκλητική προχειρότητα στην εφαρμογή διαδικασιών η οποία αγγίζει τα όρια της θεσμικής ανεπάρκειας;

2021: Άσκηση διάσωσης της δημόσιας παιδείας με οσμή άνισης μεταχείρισης εργαζομένων

Για σκοπούς κατανόησης του ευρύτερου θεσμικού πλαισίου λήψης αποφάσεων, καταγράφεται, εν κατακλείδι, το εξής τραγελαφικό σε σχέση με τους αυτοεργοδοτουμένους εκπαιδευτικούς ένα και πλέον χρόνο από την έκδοση της απόφασης του Δ.Δ. Το φθινόπωρο του 2021, ο Υπουργός Παιδείας Πρόδρομος Προδρόμου, μετά από διαβουλεύσεις με την ΠΟΕΔ, συμφωνεί στην (κατά πολύ αργοπορημένη) έγκριση 62 θέσεων διορισμού για κάλυψη των εκπαιδευτικών αναγκών στο πρόγραμμα ΔΡΑΣΕ. Εν ολίγοις, το ΥΠΠΑΝ παραχωρεί αριθμό θέσεων που αντιστοιχεί περίπου στο 10% του συνολικού αριθμού αυτοτελών εργαζομένων στα ΔΡΑΣΕ και σε λιγότερο από το 1.5% του συνολικού αριθμού αυτοτελών εργαζομένων στα ΑΒΠ του ΥΠΠΑΝ, με την ΠΟΕΔ να κάνει λόγο για νέα κατάκτηση. Κατάκτηση, η οποία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αλλιώς παρά ως μια κάλπικη ανάκτηση ακυρωθέντων εργασιακών κεκτημένων, που αντί να διαφυλάσσονταν ως κόρη οφθαλμού από τα διάφορα θεσμικά όργανα και όχι μόνο, ισοπεδώνονταν καθημερινά με την συνεχή και ανενόχλητη επιβολή της αγοράς υπηρεσιών. Ο κλάδος ελαίας των 62 χαράζει ακόμα βαθύτερα τον πρόδρομο για την εδραίωση της μεγαλύτερης εργασιακής ανισότητας που έχει σημειωθεί στο χώρο της δημόσιας εκπαίδευσης πιθανότατα από ίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας, αφού αυτόματα συμβάλλει στη διατήρηση της φιλοσοφίας που θέλει την συντριπτική πλειοψηφία των εκπαιδευτικών να κατατάσσονται σε εργαζομένους πολλών και διαφορετικών ταχυτήτων.

Μπορεί λοιπόν οι κυβερνώντες να λούζουν καθημερινά την κοινωνία με εκτυφλωτικό φως ελπίδας ώστε να μην μπορεί να δει ότι πέρα από την πρόσληψη των 62 υπάρχει μια άκρατη συγκάλυψη των πραγματικών αριθμών ανεργίας, εξόφθαλμες όμως παραμένουν δύο τακτικές τους: η «τάξετε τους για να σιωπήσουν» και η «αφήστε τους ώσπου να πεινάσουν», με την δεύτερη να θυμίζει τακτικές επαναπροώθησης της βάρκας. Μέχρι και σήμερα, οι εκπαιδευτικοί στα ΑΒΠ του ΥΠΠΑΝ συνεχίζουν να αντιμετωπίζονται ως αναλώσιμο διδακτικό προσωπικό, ως ροές από φθηνό μεταναστευτικό δυναμικό, ως αποδιοπομπαίοι τράγοι μιας ανελέητης εργασιακής εκμετάλλευσης, την ίδια στιγμή που οι συνεργάτες της αυλής του Προεδρικού τυγχάνουν προνομιακής μεταχείρισης. Είναι για αυτόν ακριβώς το λόγο που ο ενεργός πολίτης οφείλει να εγείρει ερωτήματα και να θέτει προβληματισμούς όταν οι καιροί το επιβάλλουν. Η αρθρογράφος δεν στοχοποιεί επ΄ ουδενί τον οιονδήποτε.  Τολμά όμως, να προβάλει την άποψη ότι, ο ευρύτερος κρατικός μηχανισμός λειτουργεί ως τέτοιος, που αγγίζει επανειλημμένα τα όρια της μη χρηστής διοίκησης και της δίκαιης μεταχείρισης των διοικουμένων, στενεύοντας την προοπτική για ουσιαστική επίλυση σοβαρών εργασιακών ζητημάτων.