«…Ο πατέρας σου είναι σκυλί της ΠΕΟ και θα πεταχτεί όπως όλα τα σκυλιά»

514

Ο Ιούλιος ξυπνά κάθε χρόνο εφιαλτικές μνήμες, ειδικότερα σε αυτούς που έζησαν στο πετσί τους τον φασισμό, σε αυτούς που έγιναν θύματα του μίσους της ΕΟΚΑ Β το μαύρο καλοκαίρι του 1974. Κάποιοι δεν πρόλαβαν να θρηνήσουν τους νεκρούς τους. Ήρθε η τουρκική εισβολή. Έπρεπε να πάνε στο μέτωπο να υπερασπιστούν την πατρίδα. Κάποιοι δεν πρόλαβαν να κηδέψουν τον άνθρωπο τους. πολλά χρόνια μετά το μαύρο καλοκαίρι.

Ο Γιώργος Μανώρας ήταν τότε 52 χρόνων. Ήταν ηγετικό στέλεχος της ΠΕΟ, Γραμματέας του Δ.Σ. της Συντεχνίας των Οικοδόμων στη Λευκωσία. Η 15η Ιουλίου τον βρήκε στο σπίτι να αναρρώνει από τα προβλήματα υγείας που τον ταλαιπωρούσαν και ειδικότερα τα προβλήματα καρδίας που είχε. Στο άκουσμα της είδησης ότι ξέσπασε πραξικόπημα συγκλονίστηκε. Ήταν η μέρα που η καρδιά του δεν άντεξε. Πέθανε από ανακοπή καρδίας. Όταν οι «παλλικαράδες» της ΕΟΚΑ Β’ διαπίστωσαν ότι ο Γ. Μανώρας ήταν στέλεχος της ΠΕΟ, αρνήθηκαν να δώσουν τη σωρό του στην οικογένεια και τον πέταξαν σε ομαδικό τάφο μαζί με άλλους αντιστασιακούς στο κοιμητήριο Κωνσταντίνου και Ελένης. Ο Γιώργος Μανώρας κηδεύτηκε 41 χρόνια μετά το θάνατο του όταν έγινε η εκταφή και η ταυτοποίηση των οστών του το 2015.

«Τον φίλησα και τον σκέπασα με το σεντόνι. Ήταν η τελευταία φορά που είδα τον πατέρα μου»

Την ιστορία του Γιώργου Μανώρα διηγείται στο Εργατικό Βήμα ο γιός του, βετεράνος αγωνιστής του ΑΚΕΛ, Κώστας Μανώρας:

«Εγώ τότε ήμουν 27 χρόνων. Όταν ξέσπασε το πραξικόπημα πήγα απευθείας στο σπίτι του πατέρα μου που ήταν άρρωστος στην Αγλαντζιά. Με άρπαξε και με ταρακουνούσε: «Πήγαινε να κάνεις αντίσταση», μου έλεγε. Εγώ του είπα να μείνει ήσυχος. Τον διαβεβαίωσα ότι θα πάω στην αντίσταση και έκρυψα το ράδιο για να μην ακούει και να μην επηρεάζεται ένεκα των σοβαρών προβλημάτων που είχε με την καρδία του. Επέστρεψα η ώρα 2 το μεσημέρι και του είπα να μην ανησυχεί και ότι ο Μακάριος ζει. Έφυγα και η ώρα 6 το απόγευμα με ειδοποίησε η αδελφή μου ότι ο πατέρας μου δεν ήταν καλά.

Με τη βοήθεια ενός νεαρού γείτονα, μετέφερα τον πατέρα μου στις Πρώτες Βοήθειες του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας.  Στο νοσοκομείο ο επί καθήκοντι ιατρός διαπίστωσε το θάνατο του πατέρα μου. Τον φίλησα και τον σκέπασα με το σεντόνι. Ήταν η τελευταία φορά που είδα τον πατέρα μου.»

Τον συνέλαβαν αντί να του παραδώσουν το νεκρό πατέρα του!

Ο Κώστας Μανώρας και η οικογένεια του δεν έθαψαν τον νεκρό τους, δεν πρόλαβαν καν να θρηνήσουν γιατί το μίσος των Εοκαβιτατζίδων ξεπερνούσε τον ανθρώπινο πόνο:

«Την ώρα που βγήκα έξω, είδα στο διάδρομο αρκετούς πληγωμένους αντιστασιακούς που δεν τους περιέθαλπε κανένας, κατόπιν οδηγιών των πραξικοπηματιών. Την ίδια στιγμή είδα τους πραξικοπηματίες να κτυπούν βάναυσα τον νεαρό που με βοήθησε να μεταφέρω τον πατέρα μου στο νοσοκομείο. Ο λόγος ήταν γιατί τους ανέφερε ότι ο Μανώρας έπαθε έμφραγμα στο άκουσμα της είδησης ότι ο Μακάριος ζει. Εγώ αντέδρασα και προσπάθησα να τους απωθήσω και ξαφνικά ένιωσα ένα σίδερο στο κεφάλι μου. Μου έβαλαν το περίστροφο στο κρόταφο και μου είπαν να σιωπήσω διαφορετικά θα μου έκοβαν τη γλώσσα. Ακολούθως συνάντησα τον επικεφαλής των πραξικοπηματιών στο νοσοκομείο, τον Ντάνο, και του ζήτησα να μας παραδώσουν τη σωρό του πατέρα μου για να τον θάψουμε. Αρχικά ήταν θετικός. Όταν προχωρήσαμε μερικά βήματα μου φώναξε να επιστρέψω και μου είπε επί λέξει: «ο πατέρας σου είναι σκυλί της ΠΕΟ και θα πεταχτεί όπως όλα τα σκυλιά και εσύ συλλαμβάνεσαι». Με συνέλαβαν και με πήραν σε ένα κελάρι που έβαζαν πατάτες και κρεμμύδια και μετά από λίγο έφεραν και τον γαμπρό μου, τον Αντρέα Πέτρου. Έβαλαν και ένα καταδρομέα από την Ελλάδα να βγάζει σκοπιά έξω από το κελάρι για να μην δραπετεύσουμε. Ο καταδρομέας ξήλωνε και έστηνε προκλητικά το καλασνίκωφ και μας απειλούσε ότι μας θέλει ο Πατακός και ότι θα μας πάρει στη Γυάρο. Καταφέραμε τελικά μετά από λίγες ώρες να δραπετεύσουμε…»

Βρέθηκε στο μέτωπο πριν προλάβει να θρηνήσει

Η οικογένεια του Γιώργου Μανώρα δεν ήξερε που ήταν η σωρός του. Έμαθαν μετά από πολλές μέρες. Στο μεσοδιάστημα μεταξύ της 15ης Ιουλίου, ημέρα θανάτου του Γιώργου Μανώρα και της ημέρας που η οικογένεια έμαθε ότι η σωρός του βρισκόταν σε ομαδικό τάφο στο κοιμητήριο Κωνσταντίνου και Ελένης, είχε μεσολαβήσει ένας γολγοθάς για τον Κώστα Μανώρα. Φεύγοντας την 15η Ιουλίου από το νοσοκομείο Λευκωσίας, ο Κώστας Μανώρας δεν μπορούσε να πάει στο σπίτι του, στη γυναίκα και στα δυο μικρά παιδιά του καθώς τον έψαχναν οι πραξικοπηματίες:

«Κρυβόμουν στο σπίτι της μάνας μου. Όταν έβγαινε περίπολος των πραξικοπηματιών στην Αγλαντζιά, κρυβόμουν σε ένα σημείο που αποθήκευαν τα ξύλα για το μπάνιο. Το απόγευμα προς βράδυ της 19ης Ιουλίου ήρθε στο σπίτι ένας αστυνομικός τον οποίο ήξερα προσωπικά. Ρώτησε τη μάνα μου αν ήμουν σπίτι και αυτή του απάντησε αρνητικά. Τότε αυτός της είπε: «Κυρία Έλλη πες του Κωστάκη ότι τον ψάχνω. Με ξέρει.»

Αφού τη ρώτησε τρεις φορές αν ήμουν σπίτι, βγήκα έξω και μου έδωσε ένα χαρτί επιστράτευσης που έγραφε ότι εντός δυο ωρών θα έπρεπε να παρουσιαστώ στο στρατόπεδο.»

Μετά από αρκετές περιπέτειες και υπό τον φόβο ότι το χαρτί αυτό ήταν παγίδα για να τον συλλάβουν οι πραξικοπηματίες, αργά το βράδυ της 19ης Ιουλίου ο Κώστας Μανώρας κατέληξε στο στρατόπεδο της Αθαλάσσας όπου συνάντησε τον υποδιοικητή της μονάδας του, τον Ανδρέα Τασουρή…

«Όταν τον ρώτησα τι γίνεται, ο Τασουρής μου είπε να μην φοβάμαι –εννοούσε τους πραξικοπηματίες- και ότι έχουν υποψίες πως «αύριο θα κατεβούν τα Τουρτζιά». Μου είπε ότι φέρνουν από νωρίς κάποιους στρατιώτες «κλειδιά» για να οργανωθούν. Εγώ ήμουν οδηγός, έκανα τα περισσότερα δρομολόγια στο στρατό και το ήξερε ο Τασουρής. Μέχρι το πρωί έγινε η εισβολή και ο τουρκικός στρατός βομβάρδισε την 185 Μοίρα Πυροβολικού που ήταν δίπλα από το τάγμα μας. Θυμάμαι ότι οι στρατιώτες του Πυροβολικού βρίσκονταν σε φάλαγγα και πολλοί πέθαναν μέσα στα αυτοκίνητα.

Από την Αθαλάσσα βρέθηκα στη Νήσου και από εκεί με έστειλαν στο 70 Τάγμα Μηχανικού. Με έστειλαν στην Κλεπίνη για να ναρκοθετήσουμε τα μεσάνυκτα. Μας πήραν πρέφα οι Τούρκοι και επιστρέψαμε πίσω. Ακολούθως μου δόθηκε εντολή να πάω με ακόμα 20 αυτοκίνητα στην 31 Μοίρα Καταδρομών στην Αθαλάσσα. Μετά από δυο μέρες ξεκινήσαμε να πάμε στη Λάπηθο. Πήγαμε μέχρι τη Σκυλλούρα. Εκεί έδωσαν οδηγίες στους οδηγούς να ξεκινήσουμε να πάμε προς την Λάπηθο, ένα αυτοκίνητο κάθε 20 λεπτά με σβηστά τα φώτα γιατί οι κάννες των τουρκικών τανκς ήταν στραμμένες στο δρόμο. Φτάσαμε τελικά στα πρώτα χωράφια της Λαπήθου. Μας αντιλήφθηκαν όμως οι Τούρκοι και μας επιτέθηκαν. Τότε ο διοικητής έδωσε εντολή για άτακτη οπισθοχώρηση. Καταλήξαμε στα Πάναγρα και μείναμε εκεί για 15 μέρες.

Κάποια στιγμή ήρθε εκεί ένα Τάγμα από την Πάφο. Τους ρώτησα που θα πάνε, αφού εκεί που ήμασταν ήταν το τελευταίο φυλάκιο πριν από τα Τουρκικά στρατεύματα.

«Πάμε να πιάσουμε την Τζιερύνεια», μου είπε ένας Παφίτης.

«Εμείς δεκαπέντε μέρες δεν καταφέραμε να την πιάσουμε και θα την πιάσετε εσείς;» του απάντησα.

Οι αξιωματικοί τους άφησαν να πάνε με τρείς σφαίρες ο καθένας και χωρίς να ξέρουν την περιοχή. Αυτή ήταν η διαταγή που είχαν. Αποτέλεσμα, μετά από 20 λεπτά έγινε μακελειό. Άλλοι σκοτώθηκαν, άλλοι διέφυγαν από τη θάλασσα, κάποιοι επέστρεψαν πίσω. Όταν ξημέρωσε, η κατάσταση ήταν δράμα. Υπήρχαν καμιά πενηνταριά στρατιώτες πεσμένοι χάμω, ταλαιπωρημένοι, νηστικοί, διψασμένοι, πληγωμένοι. Ήταν η πιο τραγική μέρα της ζωής μου.»

Μετά τον πόλεμο έμαθαν ότι ο Γ. Μανώρας θάφτηκε σε ομαδικό τάφο

Μετά από σχεδόν ένα μήνα που μεσολάβησε η επικράτηση -μερικών ημερών- του πραξικοπήματος, η εισβολή, η φρίκη του πολέμου, ο Κώστας Μανώρας επέστρεψε στη Λευκωσία για να ψάξει τον πατέρα του. Κάποιος που συμμετείχε στην ομαδική ταφή των αντιστασιακών ενημέρωσε τον Κώστα Μανώρα και την οικογένεια του ότι αναγνώρισε τον πατέρα του και τους υπέδειξε τον χώρο ταφής του στο κοιμητήριο Κωνσταντίνου και Ελένης. Τους είπε ότι τον πέταξαν σε ένα αυτοκίνητο μαζί με άλλους νεκρούς αντιστασιακούς και τους έριξαν σε ομαδικό τάφο.

Μετά την εκταφή των οστών και μετά από εξετάσεις DNA, παραδόθηκαν στην οικογένεια τα οστά του Γιώργου Μανώρα που κηδεύτηκε τελικά το 2015, 41 χρόνια μετά το θάνατο του.

Ηγετικό στέλεχος της ΠΕΟ μέχρι το θάνατο του

Ο Γιώργος Μανώρας γεννήθηκε στην Έγκωμη Λευκωσίας το 1922. Ήταν το έχτο παιδί φτωχής οικογένειας. Από μικρός μπήκε στη βιοπάλη και ασχολήθηκε με το επάγγελμα του επιπλοποιού. Αμέσως μπήκε στις γραμμές της ΠΕΟ και με την έντονη δραστηριότητα του αναλαμβάνει τη συγκρότηση της συνδικαλιστικής οργάνωσης στην Κερύνεια. Το 1962 με απόφαση της ΠΕΟ μεταφέρεται στη Λευκωσία και εκλέγεται γραμματέας του Δ.Σ. και μέλος της Γραμματείας της Συντεχνίας των Οικοδόμων, όπου υπηρετεί μέχρι το θάνατο του την 15η Ιουλίου 1974.