ΠΕΘΑΝΕ Ο ΜΙΚΗΣ ΑΛΛΑ ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΘΑ ΖΟΥΝ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

500

Δυσαναπλήρωτο κενό αφήνει στον ελληνικό πολιτισμό ο θάνατος του Μίκη Θεοδωράκη. Ο μεγάλος μουσικοσυνθέτης έφυγε από τη ζωή στις 2 Σεπτεμβρίου σε ηλικία 96 ετών.

Συνθέτης, στιχουργός, πολιτικός, ο Μίκης Θεοδωράκης σφράγισε με την παρουσία και τη δράση του τον 20ο αιώνα και θεωρείται, δικαίως, ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες μουσικοσυνθέτες με παγκόσμια απήχηση. Ως πολιτικός υπήρξε υπουργός και τέσσερις φορές εκλεγμένος βουλευτής του ελληνικού κοινοβουλίου με το Κ.Κ.Ε και την Ν.Δ, ενώ παράλληλα ήταν ακτιβιστής τιμημένος με το Βραβείο Ειρήνης Λένιν το 1983.

Ο μεγάλος μουσικοσυνθέτης γεννήθηκε στη Χίο και από την παιδική του ηλικία είχε πάθος με τη μουσική. Έγραψε τις πρώτες του συνθέσεις όταν ήταν δεκατριών ετών.

Κατά τη διάρκεια της κατοχής της Ελλάδας, συνελήφθη για πρώτη φορά στην Τρίπολη το 1942 από τους Ιταλούς κατακτητές.

Μόλις αφέθηκε ελεύθερος, βγήκε στην παρανομία στην Αθήνα και οργανώθηκε στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ). Αν και μετείχε στην Αντίσταση, συγχρόνως παρακολουθούσε μαθήματα στο Ωδείο Αθηνών κοντά στον Φιλοκτήτη Οικονομίδη.

Μετά την Απελευθέρωση έλαβε μέρος στον εμφύλιο πόλεμο του 1945-1949, στη διάρκεια του οποίου συνελήφθη πολλές φορές. Μάλιστα, στις 26 Μαρτίου 1946, στη διάρκεια διαδήλωσης χτυπήθηκε τόσο άγρια από την αστυνομία που θεωρήθηκε νεκρός και μεταφέρθηκε στο νεκροτομείο. Για πρώτη φορά εξορίσθηκε το 1947 στην Ικαρία και το 1948 μεταφέρθηκε στη Μακρόνησο, όπου πέρασε φριχτά βασανιστήρια.

Ο Μίκης Θεοδωράκης είναι από τους λίγους που κατάφεραν να επιζήσουν από την κόλαση αυτή, αν και επί δέκα χρόνια μετά υπέφερε από τον «πυρετό της Μακρονήσου», συνέπεια των βασανιστηρίων και των κακουχιών.

Το 1950, μετά από εξετάσεις στο Ωδείο παίρνει το δίπλωμα της αρμονίας, αντίστιξης και φούγκας και στις 5 Μαΐου παρουσιάζεται το έργο του «Ασή-Γωνιά»

Το 1953, ο Μίκης παντρεύεται τη Μυρτώ Αλτίνογλου και την επόμενη χρονιά παίρνει υποτροφία για τη Γαλλία, όπου γράφεται στο Ωδείο του Παρισιού με καθηγητές τον Ευγένιο Μπιγκό και τον Ολιβιέ Μεσσιάν.

Το 1957 το έργο του «Σουίτα Νο 1 για πιάνο και ορχήστρα» παίρνει χρυσό βραβείο στο φεστιβάλ της Μόσχας, ενώ τα έργα του «Αντιγόνη» (χορογραφία Τζον Κράνκο στο Κόβεν Γκάρντεν), «Les amants de Teruel» (Μπαλέτο της Λουντμίλα Τσερίνα) και «Le feu aux poudres» γνωρίζουν μεγάλη επιτυχία στο Παρίσι και το Λονδίνο. Ήταν τότε που πέτυχε τη διεθνή αναγνώριση ως κλασικός συνθέτης όταν ανακάλυψε την ελληνική λαϊκή μουσική.

Συνθέτει τους «Λιποτάκτες» σε στίχους του αδελφού του Γιάννη και τον «Επιτάφιο» σε ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, έργα που σημάδεψαν την αναγέννηση της ελληνικής μουσικής.

Η Δεξιά στην Ελλάδα τον θεωρεί έναν από τους μεγαλύτερους εχθρούς της. Όταν δολοφονείται ο Γρηγόρης Λαμπράκης, ο Μίκης Θεοδωράκης αναλαμβάνει επικεφαλής της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη.

Εκλέγεται στο Κοινοβούλιο και μαζί με τους «Λαμπράκηδες» ιδρύει πάνω από διακόσια πολιτιστικά κέντρα στη χώρα του, ενώ συνεχίζει να συνθέτει ακατάπαυστα χρησιμοποιώντας κάποια από τα ωραιότερα κείμενα της ελληνικής λογοτεχνίας του 19ου και 20ού αιώνα.

Το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 αναγκάζει τον Μίκη Θεοδωράκη να βγει και πάλι στην παρανομία. Συνελήφθη στις 21 Αυγούστου του 1967 και τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό με την οικογένειά του στο Βραχάτι και αργότερα στη Ζάτουναν ορεινό χωριό της Αρκαδίας (εκεί συνέθεσε τον κύκλο συνθέσεων «Αρκαδίες» Ι-ΧI).

Στην συνέχεια μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Ωρωπού και τελικά εξορίζεται από την Ελλάδα, μετά από πολλά διαβήματα αλληλεγγύης με πρωτοβουλία των συνθετών Ντιμίτρι Σοστάκοβιτς, Λεονάρντ Μπερστάιν, του συγγραφέα Άρθουρ Μίλερ, ακόμα και του τραγουδιστή Χάρι Μπελαφόντε, και πολλών άλλων προσωπικοτήτων από πολλές χώρες.

Στις 13 Απριλίου 1970, ο Θεοδωράκης φθάνει στο Παρίσι και ως επικεφαλής του «Πατριωτικού Μετώπου» συνεχίζει τον αγώνα του. Εκεί γνωρίζεται με τον Χιλιανό ποιητή Πάμπλο Νερούδα.

Πραγματοποιεί περιοδείες σ’ ολόκληρο τον κόσμο και χιλιάδες συναυλίες αφιερωμένες στην αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα, τον καθιστούν ζωντανό σύμβολο της αντίστασης ενάντια στην δικτατορία.

Μετά την πτώση της δικτατορίας, επιστρέφει στην Ελλάδα στις 24 Ιουλίου 1974.

Το 1980, φεύγει ξανά στο Παρίσι, όπου καταπιάνεται με το συμφωνικό του έργο της εποχής του ’50.

Ολοκληρώνει τη σύνθεση του «Canto General», σε ποίηση Πάμπλο Νερούδα, έργο που μαζί με τον «Ζορμπά» και το «Άξιον Εστί» τον κάνουν παγκοσμίως γνωστό συνθέτη.

Το 1987, η πρώτη του όπερα «Κώστας Καρυωτάκης» παρουσιάζεται στην Αθήνα και το 1988 το μπαλέτο του «Ζορμπάς» παρουσιάζει θριαμβευτική επιτυχία στην Αρένα της Βερόνας, ενώ παρουσιάζεται στη Βαρσοβία και τo Λοτζ της Πολωνίας.

Στις 5 Οκτωβρίου του 1990 παρουσιάζεται στο Μπιλμπάο η όπερά του «Μήδεια», ενώ το 1992 γράφει μετά από παραγγελία του Χουάν Αντόνιο Σάμαρανκ, πρώην προέδρου της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής, το «Canto Olympico» για τους Ολυμπιακούς αγώνες της Βαρκελώνης.

Η όπερα «Ηλέκτρα» του Ευριπίδη παρουσιάζει θριαμβευτική επιτυχία στο Λουξεμβούργο, Πολιτιστική Πρωτεύουσα Ευρώπης 1995, από το θέατρο Γιέλκι, του Πόζναν (Πολωνία) και το 1996 ολοκληρώνει τη σύνθεση της τέταρτης όπεράς του «Αντιγόνη», καθώς και του πρώτου του Κονσέρτου για βιολοντσέλο και ορχήστρα.

Μέχρι τους τελευταίους μήνες της ζωής του συνέχισε να εργάζεται και να κάνει συναυλίες, υπέρ κοινωνικών και πολιτικών σκοπών, ενώ έκανε συχνές παρεμβάσεις στα πολιτικά πράγματα της χώρας.

«Θέλω να αφήσω αυτόν τον κόσμο σαν κομμουνιστής»

Ο Μίκης Θεοδωράκης, λίγους μήνες πριν το τέλος της ζωής του, είχε επικοινωνήσει τηλεφωνικά με τον ΓΓ του ΚΚΕ Δημήτρη Κουτσούμπα, δίνοντάς του το στίγμα των τελευταίων του επιθυμιών.

Σε προσωπική του επιστολή στις 5 Οκτωβρίου 2020, προς τον Γενικό Γραμματέα του ΚΚΕ, την οποία έδωσε τη μέρα του θανάτου του Θεοδωράκη στη δημοσιότητα ο Περισσός, έγραφε: «Τώρα στο τέλος της ζωής μου, την ώρα των απολογισμών, σβήνουν απ’ το μυαλό μου οι λεπτομέρειες και μένουν τα “Μεγάλα Μεγέθη”. Έτσι βλέπω ότι τα πιο κρίσιμα, τα δυνατά και τα ώριμα χρόνια μου τα πέρασα κάτω από τη σημαία του ΚΚΕ. Για το λόγο αυτό θέλω να αφήσω αυτόν τον κόσμο σαν κομουνιστής.”

Με την επιστολή του ο μεγάλος μουσικοσυνθέτης ζητούσε από τον Δημήτρη Κουτσούμπα να επιληφθεί εκείνος προσωπικά ώστε, όπως έγραφε: «να γίνει σεβαστή όχι μονάχα η ιδεολογία μου αλλά και οι αγώνες μου για την ενότητα των Ελλήνων. Καθώς επίσης βέβαια και όλα αυτά που ήδη έχω ρυθμίσει, σε συνεννόηση με την γραμματέα μου Ρένα Παρμενίδου και τον φίλο και Πρόεδρο του Παγκρητίου Συλλόγου Φίλων Μίκη Θεοδωράκη, Γιώργο Αγοραστάκη».