Σε σημαντική δήλωση προέβη η Κομισιόν, η οποία δικαιώνει τους εκπαιδευτικούς που εργοδοτούνται από το κράτος, ως πάροχοι υπηρεσιών, χωρίς εργασιακά δικαιώματα.
Συγκεκριμένα, σε ερώτηση που απέστειλε η ομάδα του ΑΚΕΛ στο ευρωκοινοβούλιο προς την Κομισιόν σχετικά με την παρανομία της κυβέρνησης εις βάρος των εκπαιδευτικών των απογευματινών και βραδινών προγραμμάτων του Υπουργείου Παιδείας, ο Επίτροπος Απασχόλησης και Κοινωνικών Δικαιωμάτων, N. Schmit, απάντησε πως “εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια να καθορίσουν κατά πόσον οι «αυτοαπασχολούμενοι» συμβασιούχοι εκπαιδευτικοί υπάγονται στην ενωσιακή έννοια του μισθωτού. Και, αν ισχύει κάτι τέτοιο, δικαιούνται την προστασία που απορρέει από το δίκαιο της ΕΕ”!
Η εν λόγω δήλωση δικαιώνει τον αγώνα των εκπαιδευτικών καθώς επιβεβαιώνει την ανάγκη για άμεση υλοποίηση της απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου της Κύπρου που έκρινε, ως εσφαλμένη, την μετατροπή των εργαζομένων σε αυτοεργοδοτούμενους, καθώς υπάρχει ξεκάθαρη σχέση εργοδότη- εργοδοτουμένου, τονίζει σε δήλωση του ο ευρωβουλευτής του ΑΚΕΛ Γιώργος Γεωργίου.
«Απαιτούμε, λοιπόν, από την Κυβέρνηση να τερματίσει την κρατική θεσμοθέτηση της ψευδούς αυτοαπασχόλησης, με την εγκληματική πρακτική της “αγοράς υπηρεσιών” για την κάλυψη μόνιμων αναγκών στην εκπαίδευση και να διασφαλίσει ποιοτικές θέσεις εργασίας με πλήρη σεβασμό σε όλα τα εργασιακά δικαιώματα», τονίζει ο Γ. Γεωργίου.
Α. Χατζηανδρέου: «Το κράτος έχει μετατραπεί στον χειρότερο εργοδότη»
Σχολιάζοντας την απάντηση της Κομισιόν η Άντρη Χατζηανδρέου, σολίστ και καθηγήτρια πιάνου στα Μουσικά Σχολεία, σημείωσε ότι οι κυβερνώντες έχουν την ευθύνη να αποδεχτούν ότι η Κυπριακή Δημοκρατία έχει αντέξει στον χρόνο γιατί οι πρόγονοι μας εργάστηκαν σκληρά για να προστατεύσουν αψεγάδιαστα εργασιακά δικαιώματα. «Τίποτα όμως δεν είναι αψεγάδιαστο στην συμπεριφορά του κράτους απέναντι στην συγκεκριμένη κατηγορία εργαζομένων. Τίποτα δεν είναι αψεγάδιαστο, για παράδειγμα, στο ίδιο το θεσμικό πλαίσιο βάση του οποίου ενεργεί ο εκάστοτε διευθυντής των κοινωνικών ασφαλίσεων, δίνοντας του το ελεύθερο να γνωμοδοτεί ανάλογα με το πρόσωπο του διοικουμένου παρά με το περιεχόμενο τους αιτήματός του», τόνισε η Α. Χατζηανδρέου προσθέτοντας ότι μέχρι και σήμερα, οι εκπαιδευτικοί στα προγράμματα αυτά συνεχίζουν να αντιμετωπίζονται ως αναλώσιμο διδακτικό προσωπικό, ως ροές από φθηνό μεταναστευτικό δυναμικό, και ως αποδιοπομπαίοι τράγοι μιας ανελέητης εργασιακής εκμετάλλευσης, την ίδια στιγμή που οι συνεργάτες της αυλής του Προεδρικού τυγχάνουν προνομιακής μεταχείρισης.
Συνέχισε λέγοντας ότι:
«Ο ευρύτερος κρατικός μηχανισμός λειτουργεί πλέον ως τέτοιος, που αγγίζει επανειλημμένα τα όρια της μη χρηστής διοίκησης και της δίκαιης μεταχείρισης των διοικουμένων, στενεύοντας την προοπτική για ουσιαστική επίλυση σοβαρών εργασιακών ζητημάτων όπως αυτό της αγοράς υπηρεσιών. Μπορεί λοιπόν οι κυβερνώντες να λούζουν καθημερινά την κοινωνία με εκτυφλωτικό φως ελπίδας ώστε να μην μπορεί να δει για παράδειγμα ότι, πέρα από την δημιουργία νέων θέσεων εργασίας για εξυπηρέτηση φίλων, συγγενών και λοιπών ενδιαφερομένων, εξακολουθεί να υπάρχει μια άκρατη συγκάλυψη των πραγματικών αριθμών ανεργίας, η πραγματικότητα όμως παραμένει μία: ότι το κράτος έχει μετατραπεί στον χειρότερο εργοδότη με επικίνδυνα καταχρηστικές διαθέσεις.
Η απάντηση του κράτους ότι, το υπουργείο εργασίας έχει εφεσιβάλει την απόφαση του Δ.Δ. και ότι αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο δεν έχει συμμορφωθεί με την απόφασή του, είναι το πιο ανόητο επιχείρημα στο φτωχό οπλοστάσιο της κυβέρνησης. Είναι ένα τελευταίο καταφύγιο για όσους δεν έχουν πραγματικά και σοβαρά επιχειρήματα, ένα διαλεκτικό σωσίβιο για όσους επιμένουν να κρύβονται πίσω από δικαστικές διαδικασίες εξυπηρετώντας ηθελημένα ή άθελά τους πολιτικά και άλλα συμφέροντα, και ένα ηθικό σωσίβιο για όσους συνειδητά επιμένουν να αντιμετωπίζουν τους εργαζόμενους αυτούς καταχρηστικά, χρησιμοποιώντας διαδοχικές συμβάσεις εργασίας, με το εξευτελιστικό καθεστώς της αγοράς υπηρεσιών.»