Πιο πάνω από το μέσο όρο της ΕΕ οι χαμηλόμισθοι στην Κύπρο

339

Το 2018, το 15,3% των εργαζομένων στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) ήταν χαμηλόμισθοι (αυτό σημαίνει ότι κέρδισαν τα δύο τρίτα ή λιγότερο των εθνικών μέσων ακαθάριστων ωριαίων αποδοχών τους) σε σύγκριση με το 16,4% το 2014, σύμφωνα με στοιχεία που έδωσε χθες στη δημοσιότητα η Eurostat, η στατιστική υπηρεσία της ΕΕ. Στην Κύπρο το ποσοστό αυτό φτάνει το 17%, δηλαδή δύο και πλέον μονάδες πάνω από το μέσο όρο στην ΕΕ, γεγονός που επιβεβαιώνει ακόμα μια φορά την αύξηση του χάσματος πλούσιων και φτωχών στη χώρα μας.

Σύμφωνα με τη Eurostat, 18,2% των γυναικών εργαζομένων ήταν χαμηλόμισθοι το 2018, σε σύγκριση με το 12,5% των ανδρών εργαζομένων. Το 2014, το 19,9% μεταξύ των γυναικών εργαζομένων και το 13,2% μεταξύ των ανδρών ήταν χαμηλόμισθοι.

Το ποσοστό των χαμηλόμισθων ποικίλλει σημαντικά μεταξύ των κρατών μελών το 2018. Το υψηλότερο μερίδιο παρατηρήθηκε στη Λετονία (23,5%), ακολουθούμενη από τη Λιθουανία (22,3%), την Εσθονία (22,0%), την Πολωνία (21,9%) και τη Βουλγαρία (21,4%) ). Αντίθετα, λιγότερο από το 10% των εργαζομένων ήταν χαμηλόμισθοι στη Σουηδία (3,6%), στην Πορτογαλία (4,0%), στη Φινλανδία (5,0%), στην Ιταλία (8,5%), στη Γαλλία (8,6%) και στη Δανία (8,7%) .

Όσον αφορά την κατανομή ανά ηλικιακή ομάδα, οι χαμηλόμισθοι αντιπροσώπευαν περισσότερο από το ένα τέταρτο (26,3%) των εργαζομένων ηλικίας κάτω των 30 ετών. Το ποσοστό των χαμηλότερων μισθών στις μεγαλύτερες ηλικιακές ομάδες ήταν πολύ μικρότερο, στο 13,9%. Ηλικιακή ομάδα 50 και άνω και 12,6% στην ηλικιακή ομάδα 30-49.

Η Eurostat σημειώνει ότι όσο χαμηλότερο είναι το επίπεδο εκπαίδευσης ενός ατόμου, τόσο υψηλότερη είναι η πιθανότητα να ανήκει στην εν λόγω κατηγορία. Περισσότερο από το ένα τέταρτο (27,1%) των εργαζομένων στην ΕΕ με χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης ήταν χαμηλόμισθοι. Λιγότεροι υπάλληλοι με μεσαίο επίπεδο εκπαίδευσης ήταν χαμηλόμισθοι (18,0% των εργαζομένων), ενώ οι χαμηλόμισθοι αντιπροσώπευαν μόλις το 4,6% των εργαζομένων με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης. Για υπαλλήλους των οποίων η σύμβαση εργασίας ήταν περιορισμένης διάρκειας, το 28,1% ήταν χαμηλόμισθοι, σε σύγκριση με το 12,8% εκείνων με σύμβαση αορίστου χρόνου.

Επιπλέον η Eurostat ανακοίνωσε ότι το 2018, το μερίδιο των χαμηλόμισθων που καταγράφηκε στην ΕΕ ήταν υψηλότερο (39,0%) στις δραστηριότητες στέγασης, εξυπηρέτησης και τροφίμων,  ακολουθούμενο ( 33,3%) στην κατηγορία δραστηριότητες διοικητικών και υποστηρικτικών υπηρεσιών που περιλαμβάνει ιδίως τα άτομα που απασχολούνται σε προσωρινές υπηρεσίες.

Όπως μετρήθηκε τον Οκτώβριο του 2018, οι υψηλότερες μεσαίες μεικτές απολαβές καταγράφηκαν στη Δανία (27,2 ευρώ), μπροστά από το Λουξεμβούργο (19,6 ευρώ), τη Σουηδία (18,2 ευρώ), το Βέλγιο και την Ιρλανδία (από 18,0 ευρώ), τη Φινλανδία (17,5 ευρώ) και Γερμανία (17,2 ευρώ). Αντίθετα, τα χαμηλότερα μεσαία μεικτά ωριαία κέρδη καταγράφηκαν στη Βουλγαρία (2,4) ακολουθούμενα από τη Ρουμανία (3,7), την Ουγγαρία και τη Λιθουανία (από 4,4 ευρώ), τη Λετονία (4,9), την Πολωνία (5,0), την Κροατία και την Πορτογαλία (από  5,4 ευρώ) καθώς και στη Σλοβακία (5,6).

Σε πρότυπα αγοραστικής δύναμης (PPS), οι υψηλότερες εθνικές μεσαίες ακαθάριστες ωριαίες απολαβές ήταν 4 φορές υψηλότερες από τις χαμηλότερες. Τον Οκτώβριο οι υψηλότερες καταγραφές σημειώνονται στη Δανία (19,2 PPS), μπροστά από τη Γερμανία (16,1 PPS), το Βέλγιο (15,7 PPS), το Λουξεμβούργο (15,1 PPS), τη Σουηδία (14,7 PPS) και το Κάτω Χώρες (14.3 PPS). Στο αντίθετο άκρο της κλίμακας, βρίσκονται η Βουλγαρία (4,6 PPS), η Πορτογαλία (6,0 PPS), η Λετονία (6,4 PPS), η Λιθουανία (6,5 PPS), η Ουγγαρία (6,8 PPS) και η Ρουμανία ( 6.9 PPS).

Τέλος, όπως ανακοίνωσε η Eurostat, τον Οκτώβριο του 2020, η εποχικά προσαρμοσμένη βιομηχανική παραγωγή αυξήθηκε κατά 2,1% στη ζώνη του ευρώ και 1,9% στην ΕΕ, σε σύγκριση με τον Σεπτέμβριο του 2020. Τον Σεπτέμβριο του 2020, η βιομηχανική παραγωγή αυξήθηκε κατά 0,1% στη ζώνη του ευρώ και κατά 0,3% στην ΕΕ. Τον Οκτώβριο του 2020 σε σύγκριση με τον Οκτώβριο του 2019, η βιομηχανική παραγωγή μειώθηκε κατά 3,8% στη ζώνη του ευρώ και κατά 3,1% στην ΕΕ.

Οι υψηλότερες μηνιαίες αυξήσεις σημειώθηκαν στο Βέλγιο (+ 6,9%), στη Γερμανία (+ 3,4%) και στη Σλοβενία ​​(+ 3,1%). Οι μεγαλύτερες μειώσεις παρατηρήθηκαν στη Δανία (-5,8%), στην Ελλάδα (-3,0%) και στη Λιθουανία (-1,7%).

Οι μεγαλύτερες ετήσιες μειώσεις στη βιομηχανική παραγωγή σημειώθηκαν στην Ιρλανδία (-15,5%), τη Δανία (-9,2%) και τη Γαλλία (-4,3%). Οι υψηλότερες ετήσιες αυξήσεις παρατηρήθηκαν στο Βέλγιο (+ 5,4%), στην Πολωνία (+ 3,4%).