ΓΓ ΠΕΟ: Αν κυριαρχήσουν πολιτικές λιτότητας και συρρίκνωσης εισοδημάτων θα διευρυνθεί η κοινωνική ανισότητα

398

Η μόνη κοινωνικά αποδεκτή και κατά συνέπεια ρεαλιστική προοπτική επανόδου σε πορεία ανάπτυξης, είναι αυτή που θα στηριχτεί στην αύξηση της εσωτερικής ζήτησης και στη διατήρηση και ενίσχυση της καταναλωτικής ικανότητας των πολιτών, δήλωσε ο ΓΓ της ΠΕΟ Πάμπης Κυρίτσης.

Σε χαιρετισμό στην σημερινή εκδήλωση του Ινστιτούτου Εργασίας Κύπρου (ΙΝΕΚ) ΠΕΟ για την παρουσίαση της ετήσιας Έκθεσης για την Οικονομία και την Απασχόληση, Μάρτιος 2021, στην οποία αναφέρονται οι προοπτικές ανάκαμψης της κυπριακής οικονομίας και διατυπώνεται πολιτική πρόταση για έξοδο από τη βαθιά ύφεση που έχει προκαλέσει η πανδημία, ο Π. Κυρίτσης, ο οποίος είναι και πρόεδρος του ΔΣ του ΙΝΕΚ, είπε ότι «αν και αυτή την φορά κυριαρχήσουν πολιτικές σκληρής λιτότητας και συρρίκνωσης των εισοδημάτων των εργαζομένων, αναπόφευκτα το αποτέλεσμα θα είναι ένας νέος φαύλος κύκλος ύφεσης, ανεργίας και περαιτέρω δραματικής διεύρυνσης της κοινωνικής ανισότητας».

«Με την τοποθέτηση της κυβέρνησης, την οποία φρόντισε να κοινοποιήσει και ως απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, ότι τότε μόνο θα ξεκινήσει διάλογος για την καθιέρωση νομοθετικά κατοχυρωμένων κατώτατων μισθών, όταν και εφόσον δημιουργηθούν συνθήκες πλήρους απασχόλησης, το μήνυμα που στέλνει είναι δυστυχώς το αντίθετο», ανέφερε και πρόσθεσε ότι «την αυθαιρεσία και την απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων φαίνεται ότι τις αντιλαμβάνεται ως εργαλεία μείωσης της ανεργίας

Είπε ακόμη ότι «αξιοπρεπείς κατώτατοι μισθοί και πλήρης απασχόληση είναι έννοιες που φαίνεται ότι για την κυβέρνηση μας, δεν συμβιβάζονται».

Ο ΓΓ της ΠΕΟ είπε ότι «η Κυβέρνηση τώρα οφείλει να ξεκινήσει ένα ουσιαστικό διάλογο για ένα σύγχρονο και προοδευτικό κοινωνικό μοντέλο, για κράτος πρόνοιας και διασφάλισης της κοινωνικής συνοχής με τα ελάχιστα δικαιώματα για τον κάθε εργαζόμενο πλήρως κατοχυρωμένα και όχι ένα κράτος που με τις αποφάσεις του να ευνοεί ώστε οι πλούσιοι να γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι».

«Τώρα είναι που είναι αναγκαία η νομοθετική κατοχύρωση των ελάχιστων δικαιωμάτων για όλους τους εργαζόμενους και η θεσμοθέτηση της υποχρεωτικής εφαρμογής από όλους τους εργοδότες των μισθών και υπόλοιπων δικαιωμάτων που προβλέπονται στη συλλογική σύμβαση», πρόσθεσε.

Σύμφωνα με τον ΓΓ της ΠΕΟ, «τώρα είναι η ώρα για τη δημιουργία τριμερούς μηχανισμού για νομοθετικά κατοχυρωμένους κατώτατους μισθούς εκεί που δεν υπάρχουν συμβάσεις» και «τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή για την ξεκάθαρη κατοχύρωση της υπεροχής της συλλογικής σύμβασης εργασίας, έναντι των ατομικών συμβολαίων και άλλων μορφών εκμετάλλευσης της ανθρώπινης εργασίας».

Σε χαιρετισμό ο Γενικός Διευθυντής του ΙΝΕΚ-ΠΕΟ Παύλος Καλοσυνάτου είπε ότι η παρουσίαση της ετήσιας Έκθεσης πραγματοποιείται σε μια στιγμή κατά την οποία έχουν αναπτερωθεί οι ελπίδες για το τέλος της επιδημίας χάρη στους εμβολιασμούς, αλλά και ενώ παραμένουν μεγάλες αβεβαιότητες για σημαντικά ζητήματα όπως η ταχύτητα με την οποία αυτοί θα πραγματοποιηθούν, ποια θα είναι η φύση και η επικινδυνότητα των μεταλλάξεων του ιού κ.λπ.

«Η πρόταση μας έχει ως αφετηρία την αδυναμία αυθόρμητης μετάβασης της οικονομίας από την ύφεση σε βιώσιμη ανάκαμψη», πρόσθεσε.

Ανέφερε ότι στην παρούσα συγκυρία και συνθήκες, θα πρέπει καταρχάς να σχεδιαστεί μια στρατηγική για την επίτευξη διατηρήσιμων ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης με πλήρη χρησιμοποίηση του παραγωγικού δυναμικού της χώρας.

«Για λόγους που αναλύουμε στην έκθεση, αυτή η στρατηγική προϋποθέτει η αντι-υφεσιακή κρατική παρέμβαση να προσανατολιστεί προς μία οικονομική μεγέθυνση που θα έχει ως κινητήρια δύναμη τις αυξήσεις των εισοδημάτων των μισθωτών, η οποία είναι γνωστή στην διεθνή βιβλιογραφία ως wage-led growth», πρόσθεσε.

Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έκθεσης, την οποία παρουσίασε ο Ηλίας Ιωακείμογλου, που είχε την επιστημονική ευθύνη εκπόνησης της, κατά την έξοδο από την υγειονομική κρίση, το πρώτο καθήκον της κυβερνητικής πολιτικής θα έπρεπε να είναι η χρησιμοποίηση όλων των διαθέσιμων πόρων της χώρας που τέθηκαν σε αργία εξαιτίας της επιδημίας, ενώ η κρατική ρυθμιστική παρέμβαση είναι προϋπόθεση για την επίτευξη διατηρήσιμων ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης και πλήρους χρησιμοποίησης του παραγωγικού δυναμικού.

Πιο συγκεκριμένα, η έκθεση αναφέρει ότι «προκειμένου να επιτευχθεί διατηρήσιμος ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης στην παρούσα συγκυρία όπου ασκείται εξαιρετικά ισχυρή πίεση στην ζήτηση, η κυβερνητική πολιτική πρέπει, εάν θέλει να εκπροσωπεί το γενικό συμφέρον και όχι μόνον το συμφέρον των επιχειρήσεων, να σχεδιάσει και να εφαρμόσει μια στρατηγική οικονομικής μεγέθυνσης που θα είχε ως κινητήρια δύναμη τις αυξήσεις των εισοδημάτων των μισθωτών».

«Μια τέτοια στρατηγική θα αύξανε την αγοραστική δύναμη των μισθών, και συνακόλουθα θα αύξανε την ιδιωτική κατανάλωση, το ΑΕΠ και τον αριθμό απασχολουμένων», αναφέρει και σημειώνει πως κεντρική προϋπόθεση για μια τέτοια στρατηγική μεγέθυνσης ωθούμενη από τους μισθούς, (wage-led growth) είναι «οι αυξήσεις της ιδιωτικής κατανάλωσης προκειμένου να προκαλούν μεγάλες αυξήσεις στο ΑΕΠ και να ενεργοποιούν σε μεγάλο βαθμό τους πόρους της οικονομίας που αργούν, θα πρέπει να μπορούν να επαναλαμβάνονται ώστε να δημιουργούνται πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα».

Αναφέρεται επίσης ότι επειδή ο εξωτερικός τομέας της οικονομίας, κατά τα φαινόμενα, δεν θα μπορεί να συμβάλει σε μεγάλο βαθμό στην μεγέθυνση του ΑΕΠ (μετά από μια αρχική φάση ευφορίας που θα διαδεχθεί το τέλος της επιδημίας και πιθανότατα θα ενισχύσει τον τουρισμό), οι κινητήριες δυνάμεις της οικονομίας για τα επόμενα έτη θα πρέπει να είναι πλέον σε μεγάλο βαθμό ενδογενείς (ιδιωτική και δημόσια κατανάλωση).

Σημειώνει πως η στήριξη της ιδιωτικής κατανάλωσης στη διάρκεια του πρώτου κύματος της επιδημίας λειτούργησε ως «άγκυρα» που συγκράτησε την οικονομία εκτός μιας ύφεσης πολύ χειρότερης από αυτήν, που πράγματι σημειώθηκε.

«Σταθεροποιητικός ήταν και ο ρόλος των δημόσιων καταναλωτικών δαπανών στη διάρκεια του πρώτου κύματος της επιδημίας», αναφέρει και σημειώνει ότι «δεν μπορούμε όμως να ισχυριστούμε το ίδιο για τις καθαρές επενδύσεις παγίου κεφαλαίου, οι οποίες μειώνονται από το 2018 (-11,1% το 2020 έναντι του 2019)».

Παρουσιάζοντας τους παράγοντες που αντιτίθενται στη συνέχιση της οικονομικής ανόδου στη μεσοπρόθεσμη διάρκεια (τριών έως πέντε ετών) και στη μακροχρόνια διάρκεια (άνω των πέντε ετών), η έκθεση αναφέρει ότι οι παράγοντες αυτοί είναι, μεταξύ άλλων, στο γεγονός ότι οι επιχειρήσεις σε όλες τις αναπτυγμένες χώρες έχουν υποστεί μεγάλες μειώσεις στα κέρδη τους, της τάξης του 25%, το δε χρέος τους αυξήθηκε σε μεγάλο βαθμό προκειμένου να καλυφθούν έναντι της υποχώρησης των πωλήσεών τους.

«Επομένως, θα έπρεπε να είναι αναμενόμενο ότι το πρώτο τους μέλημα δεν θα είναι να πραγματοποιήσουν επενδύσεις παγίου κεφαλαίου αλλά να μειώσουν τα τοκοχρεωλύσια για να αποκαταστήσουν την ισορροπία στην χρηματοοικονομική τους κατάσταση», προσθέτει.

Αναφέρει επίσης ότι «η προοπτική μιας ταχείας ανάκαμψης των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου έχει πλέον απομακρυνθεί για τον πρόσθετο λόγο ότι οι επιχειρήσεις διαθέτουν σήμερα άφθονο αχρησιμοποίητο παραγωγικό δυναμικό, του οποίου η χρησιμοποίηση θα απαιτήσει τουλάχιστον δύο έτη ταχείας οικονομικής ανόδου».

Προσθέτει πως «μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον, είναι εξαιρετικά πιθανό ότι οι επιχειρήσεις, προκειμένου να αντιμετωπίσουν με μεγαλύτερη άνεση το χρέος τους, θα προσπαθήσουν να ανακτήσουν τα κέρδη που τους διέφυγαν στην διάρκεια της υγειονομικής κρίσης».

Στα συμπεράσματα της έκθεσης αναφέρεται ότι αν αυτά συμβούν, οι επιχειρήσεις θα καταφύγουν (αμέσως ή ενδεχομένως μετά την πρώτη περίοδο ευφορίας και οικονομικής ανόδου), κατά την πάγια τακτική τους, σε μια επιθετική πολιτική μισθολογικής λιτότητας, είτε μέσω της κρατικής πολιτικής είτε σε επίπεδο επιχείρησης, και θα περιορίσουν στο ελάχιστο αναγκαίο τις προσλήψεις και τους προϋπολογισμούς τους.

Άλλες μεταβολές οι οποίες ενδέχεται να αναστατώσουν και να καθυστερήσουν την ομαλή μετάβαση της οικονομίας σε συνθήκες ισορροπημένης ανάπτυξης, σύμφωνα με την έκθεση, είναι μεταξύ άλλων η πιθανή αναδιάρθρωση του παραγωγικού συστήματος με την υποχώρηση ορισμένων κλάδων και την μεγέθυνση άλλων, οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι μικρές επιχειρήσεις, η επέκταση της τηλεργασίας, οι αλλαγές στην σύνθεση της ζήτησης και η πιθανή υποχώρηση του αριθμού των τουριστών.

Από ΚΥΠΕ