Κατώτατος μισθός που να στηρίζει τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και συμβάσεις

307

Με επιτυχία και αρκετό ενδιαφέρον από άλλες συντεχνίες, φορείς, οργανισμούς και άτομα πραγματοποιήθηκε την Τρίτη 30 Νοεμβρίου στην Λευκωσία η ημερίδα της ΠΕΟ με θέμα «Η νομοθετική κατοχύρωση ελάχιστων μισθών ως μέρος της διαδικασίας ρύθμισης των Εργασιακών Σχέσεων».

Στην ημερίδα κατέθεσαν εισηγητικές ομιλίες ο ΓΓ της ΠΕΟ Πάμπης Κυρίτσης, η Catarina Braga, Εκπρόσωπος του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας, ο Oliver Ropke, Πρόεδρος Ομάδας Εργαζομένων στην Ευρωπαϊκή, Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και ο Miquel Mauricio, Εκπρόσωπος CGTP Πορτογαλίας. Στα πλαίσια της ημερίδας έγινε συζήτηση στην οποία συμμετείχαν αρκετοί από τους παρευρισκόμενους.

Διεύρυνση της κοινωνικής ανισότητας λόγω κατολίσθησης των μισθών

Στην εισήγηση του ο ΓΓ της ΠΕΟ παρέπεμψε στις εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το Ευρωπαϊκό εξάμηνο, αλλά και τις στατιστικές αναλύσεις της Eurostat που καταδεικνύουν ότι στην Κύπρο από το 2013 και μετά, η κοινωνική ανισότητα  διευρύνεται ραγδαία και ότι κύρια αιτία γι’ αυτό είναι η απαξίωση της εργασίας και η κατολίσθηση των μισθών.

Με βάση τα στοιχεία της Κυπριακής  Στατιστικής Υπηρεσίας, μεταξύ 2012 και 2017 ο διάμεσος μισθός έχει υποχωρήσει κατά 7%, είπε ο Π. Κυρίτσης προσθέτοντας ότι στον ιδιωτικό τομέα και ιδιαίτερα στις πιο ευάλωτες ομάδες, η υποχώρηση είναι πολύ μεγαλύτερη από ότι η μέση υποχώρηση.  «Για δε τους νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας η κατάσταση είναι εξοργιστικά θλιβερή.»

Παραθέτοντας αποσπάσματα από τις εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο ΓΓ της ΠΕΟ τόνισε ότι οι διαπιστώσεις της ΕΕ, συνηγορούν στο ότι η ραγδαία μείωση του εργατικού κόστους, δεν αντανακλά σε βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας αλλά ξεκάθαρα  αντανακλά σε αύξηση των περιθωρίων κερδοφορίας. Είναι εμφανές, πρόσθεσε, ότι ο κύριος λόγος της μείωσης του εργατικού κόστους  είναι η κατολίσθηση των μισθών.  «Στις διαπιστώσεις της Ε.Ε.  προσδιορίζονται και οι λόγοι.  Είναι η μη εφαρμογή από την μια  των συλλογικών συμβάσεων και η επιβολή από την άλλη «ευέλικτων» μορφών εργοδότησης».

Σ’ αυτή τη δύσκολη 10ετία, υπέδειξε, έχει επιβεβαιωθεί ξανά το γεγονός  ότι στους χώρους που υπάρχει ισχυρή συνδικαλιστική οργάνωση και λειτουργεί η συλλογική διαπραγμάτευση, οι επιπτώσεις της κρίσης  είναι κατά κανόνα πολύ λιγότερες.

Έχοντας υπ’όψιν αυτές τις πραγματικότητες, σημείωσε μεταξύ άλλων ο ΓΓ της ΠΕΟ, το Συνδικαλιστικό κίνημα, θέτει σήμερα  ως κυρίαρχη   προτεραιότητα  τον αγώνα  για  υιοθέτηση τέτοιων  θεσμικών και νομοθετικών μέτρων, ώστε οι συλλογικές συμβάσεις όχι μόνο να συνομολογούνται αλλά και να εφαρμόζονται.  Ταυτόχρονα απαιτεί την νομοθετικά κατοχυρωμένη διασφάλιση ενός ελάχιστου πλαισίου εργασιακών δικαιωμάτων και για εκείνους τους εργαζόμενους που για τον ένα ή τον άλλο λόγο οι όροι εργοδότησης τους δεν καλύπτονται από συλλογική σύμβαση.

Είπε ακόμα ότι ο διάλογος  που έχει ανοίξει για την  καθιέρωση κατώτατου μισθού, είναι αποτέλεσμα «κύρια της δικής μας πίεσης και ασφαλώς η κατάληξη του μπορεί να συμβάλει στην  επαναρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και στην επαναφορά μιας στοιχειώδους ισορροπίας στον συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών». 

Ο κατώτατος πρέπει να στηρίζει και να ενισχύει τις συλλογικές συμβάσεις

Για να γίνει όμως αυτό, πρόσθεσε ο Π. Κυρίτσης, για να είναι δηλαδή ολοκληρωμένη μια νομοθετική ρύθμιση και να πετυχαίνει το στόχο της  πρέπει να στηρίζει και να ενισχύει τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και συμβάσεις και όχι να τις ανταγωνίζεται και σε τελική ανάλυση να τις υποσκάπτει. 

Επανέλαβε παράλληλα την ξεκάθαρη θέση της ΠΕΟ ότι στους τομείς που καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις, ο κατώτατος μισθός και τα υπόλοιπα ωφελήματα υπάρχει και  είναι καθορισμένος.  «Κατά συνέπεια  εκείνο που πρέπει να γίνει, δεν είναι να εμφανίζεται και ένας άλλος κατώτατος και μάλιστα νομοθετικά θεσμοθετημένος, αλλά  η υποχρέωση των εργοδοτών να εφαρμόζουν τον κατώτατο μισθό που προβλέπεται από τη συλλογική σύμβαση να νομοθετηθεί». 

Για τους εργαζόμενους που δεν καλύπτονται από συλλογική σύμβαση είναι αναγκαίο, τόνισε, να θεσμοθετηθεί μηχανισμός για την εισαγωγή νομοθετικά κατοχυρωμένου κατώτατου μισθού. 

«Για μας είναι θέμα αρχής ότι μια  νομοθετικά κατοχυρωμένη πρόσβαση σε κατώτατο μισθό θα πρέπει να αφορά όλους τους εργαζόμενους, χωρίς  εξαιρέσεις. Προσέγγιση που θα αφήνει εργαζόμενους έξω από αυτή τη ρύθμιση επειδή είναι ευάλωτοι και οι δυνατότητες αντίδρασης τους περιορισμένες ή και μηδαμινές θα ήταν και απαράδεκτη και επικίνδυνη», κατέληξε ο ΓΓ της ΠΕΟ. 

Ο καλύτερος τρόπος διασφάλισης αξιοπρεπών μισθών είναι μέσω συλλογικών διαπραγματεύσεων

Στην δική του παρέμβαση, ο Oliver Röpke, πρόεδρος της Ομάδας Εργαζομένων της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (ΕΟΚΕ) είπε ότι οι διαπραγματεύσεις που ξεκίνησαν για τη θέσπιση κατώτατου μισθού είναι ένα σημαντικό βήμα και συμπίπτει με την έγκριση οδηγίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης ε σχετικά με τους κατάλληλους κατώτατους μισθούς στην Ευρώπη.

«Μια οδηγία που εμείς, οι συνδικαλιστές, ελπίζουμε ότι θα διασφαλίσει ότι όλοι οι εργαζόμενοι στην ΕΕ θα έχουν ένα ελάχιστο όριο αξιοπρέπειας στους μισθούς τους, το οποίο θα τους προστατεύει από τους μισθούς φτώχειας και την εργασιακή φτώχεια», τόνισε ο κ. Röpke. Το ζήτημα, πρόσθεσε, είναι περίπλοκο και έχει προκαλέσει μια παθιασμένη συζήτηση – συμπεριλαμβανομένου του ευρωπαϊκού συνδικαλιστικού κινήματος. Μιλώντας για την ΕΟΚΕ, είπε πως μπορεί να διαδραματίσει ζωτικό ρόλο στο δημοκρατικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αναφερόμενος στους κατώτατους μισθούς είπε ότι καθορίζουν ένα ελάχιστο επίπεδο κάτω από το οποίο δεν πρέπει να μειωθούν οι μισθοί και το επίπεδο αυτό θα πρέπει να διασφαλίζει ότι όλοι οι εργαζόμενοι έχουν αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο. «Ωστόσο, όπως γνωρίζουν οι συνδικαλιστές και όπως δείχνουν τα στοιχεία, ο καλύτερος τρόπος για να διασφαλιστούν δίκαιοι και αξιοπρεπείς μισθοί είναι μέσω συλλογικών διαπραγματεύσεων», υπέδειξε.

Ο κατώτατος στην Πορτογαλία υποτιμάται συνεχώς και δεν επαρκεί για αντιμετώπιση του κόστους ζωής

Ο εκπρόσωπος του Πορτογαλικού συνδικάτου CGTP, Maurício Miguel μίλησε για το παράδειγμα της δικής του χώρας σε σχέση με τον εθνικό κατώτατο μισθό που σήμερα ανέρχεται σε 665 ευρώ. Παρουσίασε παράλληλα τα αιτήματά των συνδικάτων και τον τρόπο με τον οποίο η οδηγία της ΕΕ για τους κατώτατους μισθούς μπορεί να επηρεάσει τις αποδοχές και τη ζωή των εργαζομένων στη χώρα. 

«Η κατανομή του πλούτου μας λέει πολλά για τις βαθιές ανισότητες και την κοινωνική αδικία που επικρατούν στην Πορτογαλία», τόνισε ο κ. Miguel προσθέτοντας ότι επί του παρόντος, το 56% του πλούτου βρίσκεται στα χέρια του 1% του πορτογαλικού πληθυσμού. «Το 1975, ως αποτέλεσμα της Επανάστασης του Απριλίου, το μερίδιο των μισθών στον εθνικό πλούτο ήταν 59% και τα έσοδα κεφαλαίου ήταν 24,3%.  Στο τέλος του 2020, οι μισθοί ήταν μόνο 35%, ενώ τα έσοδα κεφαλαίου ήταν το 41% του εθνικού πλούτου. Το 2019, το 10% των Πορτογάλων εργαζομένων ήταν φτωχοί και το 19,8% του πληθυσμού κινδύνευε να φτώχειας. Το επικρατέστερο μοντέλο χαμηλών μισθών και ιδίως ο χαμηλός εθνικός κατώτατος μισθός είναι μία από τις κύριες αιτίες της φτώχειας», υπέδειξε. 

Είπε ακόμα ότι ο εθνικός κατώτατος μισθός στην Πορτογαλία υποτιμάται συνεχώς και δεν επαρκεί για να αντιμετωπίσει την αύξηση του κόστους ζωής. Σημείωσε επίσης ότι ο αριθμός των εργαζομένων που δεν καλύπτονται καν από τον κατώτατο μισθό αυξάνεται επίσης, ιδίως εκείνοι που εργάζονται για ψηφιακές πλατφόρμες.  «Ο αγώνας των εργαζομένων νίκησε την κυβέρνηση που υλοποιούσε το σύμφωνο εκμετάλλευσης και εξαθλίωσης που επέβαλε η ΕΕ/ΔΝΤ (2011-2015).  Ο εθνικός κατώτατος μισθός έχει αυξηθεί από τότε, αλλά ανεπαρκώς για να αντιμετωπίσει το αυξανόμενο κόστος ζωής και να αντιμετωπίσει τις ανάγκες των εργαζομένων», σημείωσε μεταξύ άλλων.