Πολλαπλασιάζουν κέρδη στις πλάτες των εργαζομένων

357

Τα στοιχεία της Έκθεσης του ΙΝΕΚ «Για την Οικονομία και την Απασχόληση 2019» καταρρίπτουν το μύθο περί «ανάπτυξης»

Η αύξηση της απασχόλησης στην Κύπρο το τελευταίο διάστημα έγινε με χαμηλές αμοιβές για τους μισθωτούς, δημιουργήθηκε δηλαδή απασχόληση για περισσότερους εργαζόμενους  με χειρότερους όρους ενώ παράλληλα η μετατόπιση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων σε υψηλότερα  επίπεδα  στη διάρκεια της  πενταετίας 2015-2019 επιτεύχθηκε χάρη στη διατήρηση  των αμοιβών εργασίας στα χαμηλά επίπεδα  που είχαν ήδη διαμορφωθεί  κατά την περίοδο  της  βαθιάς ύφεσης  των ετών 2012-2014.

Αυτά είναι μερικά από τα πιο σημαντικά συμπεράσματα που περιλαμβάνονται στην Έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας Κύπρου (ΙΝΕΚ) «Για την Οικονομία και την Απασχόληση 2019» η οποία παρουσιάστηκε σήμερα στη Λευκωσία.

Ουσιαστικά η Έκθεση καταρρίπτει με στοιχεία το μύθο της πολυδιαφισμένης «ανάπτυξης» αφού αποδεικνύει ότι οι επιχειρήσεις πολλαπλασιάζουν κέρδη στις πλάτες των εργαζομένων.

Το Ε.Β. παρουσιάζει μερικά από τα πιο σημαντικά συμπεράσματα της Έκθεσης:

1.  Από το 2013 στην Κύπρο ασκήθηκε πολιτική  υποτίμησης  της εργασίας μέσω της εφαρμογής του μνημονιακού προγράμματος. Υποβοηθούμενη από την εκτεταμένη ανεργία, η πολιτική αυτή, προκάλεσε διαρθρωτική μετατόπιση της σχέσης της μισθωτής εργασίας με τις επιχειρήσεις.  Αυτό σημαίνει ότι οι μισθωτοί καρπώνονται τώρα, για το ίδιο ποσοστό ανεργίας, εισοδηματικό μερίδιο μικρότερο από την προ του 2013 περίοδο κατά περίπου 7,5 εκατοστιαίες μονάδες του ακαθάριστου προϊόντος του επιχειρηματικού τομέα (πριν από τις αναδιανεμητικές παρεμβάσεις της δημοσιονομικής πολιτικής) επειδή οι τροποποιημένες θεσμικές συνθήκες (με τυπική ή άτυπη μορφή) που προέκυψαν από την εφαρμογή του μνημονίου λειτουργούν υπέρ των επιχειρήσεων και αποδυναμώνουν την διαπραγματευτική ισχύ των μισθωτών.

2.  Η μετατόπιση αυτή είναι ευδιάκριτη στις ποσοτικές μεταβολές  που επήλθαν στο επίπεδο και στον ρυθμό μεταβολής των κυριότερων μεγεθών της διανομής του εισοδήματος, δηλαδή στους μισθούς και στα εισοδήματα της ιδιοκτησίας (κέρδη, τόκοι και πρόσοδοι).

3.  Πιο συγκεκριμένα, κατά τα τελευταία έτη, παρά την μεγάλη μείωση του ποσοστού ανεργίας, οι μισθοί εμφανίζουν μικρές μόνον αυξήσεις και το εισοδηματικό μερίδιο της εργασίας στο ΑΕΠ παραμένει πρακτικά αμετάβλητο. Επομένως, οι αμοιβές εργασίας αποσυνδέθηκαν σε μεγάλο βαθμό από την οικονομική μεγέθυνση και τις αυξήσεις του αριθμού απασχολουμένων που αυτή προκάλεσε.

4.  Την διαρθρωτική μετατόπιση στην διανομή του εισοδήματος μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου περιγράφει με τον καλύτερο τρόπο το γεγονός ότι το εισοδηματικό μερίδιο της εργασίας μειώθηκε κατά 7,5 εκατοστιαίες  μονάδες του ακαθάριστου προϊόντος του επιχειρηματικού τομέα και έχει σταθεροποιηθεί στο αντίστοιχο χαμηλό επίπεδο (του 48% του προϊόντος) με οριακή τάση αύξησης (προς το 49% του προϊόντος).

5.  Η διαρθρωτική μετατόπιση της σχέσης μισθωτής εργασίας και κεφαλαίου, διακρίνεται επίσης στην αύξηση του μέσου περιθωρίου κέρδους, στο εισοδηματικό μερίδιο του κεφαλαίου, στα κέρδη ως ποσοστό του συνολικού παγίου κεφαλαίου, και γενικότερα σε όλους τους δείκτες κερδοφορίας που παρουσιάζουν διαρθρωτική μετατόπιση σε σημαντικά υψηλότερα επίπεδα. Το εισοδηματικό μερίδιο του κεφαλαίου ως ποσοστό του ακαθάριστου προϊόντος στο επιχειρηματικό τομέα αυξήθηκε στη διάρκεια της κρίσης από το επίπεδο 43% περίπου κατά τα έτη 2010-2013, στο επίπεδο του 51% το 2014.

6.  Στην αύξηση της κερδοφορίας δεν συνέβαλαν ουσιαστικά ούτε η παραγωγικότητα της εργασίας που αυξάνεται με εξαιρετικά βραδείς ρυθμούς, ούτε οι τεχνολογικές και οργανωτικές βελτιώσεις που ήταν μικρές. Η μετατόπιση της κερδοφορίας σε υψηλότερα  επίπεδα  στη διάρκεια της  πενταετίας 2015-2019 επιτεύχθηκε χάρη στη διατήρηση  των αμοιβών εργασίας στα χαμηλά επίπεδα  που είχαν ήδη δια- μορφωθεί  κατά την περίοδο  της  βαθιάς ύφεσης  των ετών 2012-2014, και στην αυξημένη εξωτερική ζήτηση που επέτρεψε την χρησιμοποίηση του αργούντος παραγωγικού δυναμικού, κυρίως χάρη στον τουρισμό και στον κατασκευαστικό τομέα. Με άλλα λόγια, η αυξημένη εξωτερική ζήτηση προκάλεσε αύξηση του βαθμού χρησιμοποίησης του παραγωγικού δυναμικού, επομένως του ΑΕΠ, υπό συνθήκες (α) μειωμένου κόστους εργασίας έτσι ώστε οι επιχειρήσεις να καρπώνονται ολόκληρο το όφελος της οικονομικής ανόδου χωρίς να καταβάλουν στους μισθωτούς το μερίδιο που συνήθως κατέβαλαν πριν από το 2012, και (β) υπό συνθήκες τεχνολογικής  και οργανωτικής στασιμότητας που αντανακλώνται στις πολύ μικρές αυξήσεις της παραγωγικότητας της εργασίας.

7.  Κατά την τελευταία πενταετία η Κύπρος και η Ελλάδα είναι οι μοναδικές χώρες της ευρωζώνης στις οποίες οι αποδοχές εργασίας δεν έχουν ανακάμψει σε βαθμό ικανό ώστε να αναιρεθούν οι μειώσεις των μισθών της πρώτης περιόδου της κρίσης (έως το 2015).

8.  Η αγοραστική δύναμη των μικτών αποδοχών ανά απασχολούμενο  στην Κύπρο το 2019 ήταν σε διεθνή σύγκριση, χαμηλότερη από τις άλλες χώρες της ευρωζώνης με εξαίρεση την Ελλάδα και την Πορτογαλία, μικρότερη δε από την αντίστοιχη αγοραστική δύναμη στην Σλοβενία και την Τσεχία. Αυτό σημαίνει ότι έχει πλέον αναιρεθεί ολόκληρη η πρόοδος που είχε επιτευχθεί κατά τα προηγούμενα έτη ως προς την πραγματική σύγκλιση των μισθών έναντι του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

9.  Από τον χειμώνα του 2015 υπήρξαν αυξήσεις στον αριθμό των απασχολουμένων καθώς αυτοί ήταν αναγκαίοι για την παραγωγή επιπλέον προϊόντος, δηλαδή για την αύξηση του ΑΕΠ. Ως αποτέλεσμα, κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2019 ο ισοδύναμος αριθμός εργαζομένων με πλήρες ωράριο ήταν περίπου κατά 5 χιλιάδες άτομα υψηλότερος από τον μέσο όρο των ετών 2010-2012. Διαπιστώνουμε επομένως ότι χάρη στην έξοδο της οικονομίας από την ύφεση της μνημονιακής περιόδου, δημιουργήθηκε περίπου τόση απασχόληση όση χάθηκε στη διάρκεια της ύφεσης. Ωστόσο, αυτή η αύξηση της απασχόλησης έγινε με χαμηλές αμοιβές για τους μισθωτούς. Δημιουργήθηκε δηλαδή απασχόληση για περισσότερους εργαζόμενους  με χειρότερους όρους.

10. Μετά από τετραετή  αποκλιμάκωση που είχε ως σημείο εκκίνησης το δεύτερο   τρίμηνο του 2015, το ποσοστό ανεργίας κατά το 2019:2 είχε μειωθεί στο επίπεδο του 2010:2 αυξάνοντας έτσι τις δυνατότητες και την πιθανότητα να εμφανιστεί ανοδική τάση των αποδοχών εργασίας.

11. Στην αύξηση του αριθμού απασχολουμένων συνέβαλε και η μερική απασχόληση, με την επέκταση της οποίας (και των μειωμένων ωραρίων εν γένει): αντί 13 χιλιάδων θέσεων εργασίας με πλήρες ωράριο, δημιουργήθηκαν 26 χιλιάδες θέσεις μερικής απασχόλησης (διότι το μέσο ωράριο των μερικώς απασχολουμένων είναι κατά προσέγγιση 20 ώρες ενώ το πλήρες ωράριο είναι περίπου 40 ώρες). Όσο επεκτείνεται το φαινόμενο των λιγότερων ωρών εργασίας ανά απασχολούμενο, τόσο μεγεθύνεται το σφάλμα της υπερεκτίμησης της συνολικής απασχόλησης.

12. Το ποσοστό ανεργίας προσαυξημένο με τους αποθαρρημένους (δηλαδή τους εκτός εργασίας που έχουν παραιτηθεί της αναζήτησης εργασίας) και τους υποαπασχολούμενους, ήταν κατά το 2019 περίπου διπλάσιο από το τρέχον ποσοστό ανεργίας. Αυτό σημαίνει ότι κατά προσέγγιση, σε κάθε άνεργο αντιστοιχεί  ένας αποθαρρημένος ή υποαπασχολούμενος.  Η αναλογία υποαπασχολούμενων προς ανέργους αυξάνεται διαρκώς από την έναρξη της οικονομικής ανάκαμψης (2015).

13. Η μακροχρόνια ανεργία, η οποία μετά τη ραγδαία άνοδό της, που άρχισε το 2008, και την σταθεροποίησή της από το καλοκαίρι του 2014 στο 45% περίπου της συνολικής ανεργίας, παρουσιάζει μεν υποχώρηση, πλην όμως δεν έχει επανέλθει στο χαμηλό επίπεδο των ετών 2008-2010 παρά την μακρά ανάκαμψη της οικονομίας. Έτσι, το 2019, περίπου ένας στους  τέσσερις ανέργους παραμένει μακροχρόνια άνεργος.

14. Όσον αφορά την ανεργία των νέων, παρά την μείωσή της κατά την ανοδική φάση του οικονομικού κύκλου, παραμένει σχετικά υψηλή σε διεθνή σύγκριση και καταλαμβάνει την έβδομη χειρότερη θέση μεταξύ των πιο αναπτυγμένων  χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (μετά  από την Ελλάδα, την Ισπανία, την Ιταλία, την Κροατία, την Γαλλία και την Πορτογαλία) ενώ πριν από την κρίση κατείχε μια από τις ευνοϊκότερες θέσεις.

15. Η ανοδική πορεία της οικονομίας κατά το 2015-2018 μείωσε μεν σημαντικά τους δείκτες φτώχειας και υλικής στέρησης και τους έχει επαναφέρει στα επίπεδα του 2008-2011 πλην όμως όχι για όλες τις κοινωνικές κατηγορίες, εκ των οποίων ορισμένες, ιδιαίτερα δε οι άνεργοι, παραμένουν ευάλωτες. Η πρόοδος αυτή δεν οφείλεται σε αποφάσεις πολιτικής αλλά στο μηχανικό αποτέλεσμα που δημιουργεί η πορεία του οικονομικού κύκλου.

16. Αυτή η μείωση του κινδύνου φτώχειας  δεν ισχύει για όλες τις μερίδες  του πληθυσμού, ιδιαίτερα  δε για τους  ανέργους.  Επίσης, είναι αμφίβολο εάν η εν λόγω μείωση του κινδύνου φτώχειας μπορεί να διατηρηθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα επειδή η κυπριακή οικονομία έχει ήδη υπερβεί κατά τέσσερις εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ τον δυνητικό ρυθμό μεγέθυνσης, δηλαδή τον ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ που διασφαλίζει τις βασικές μακροοικονομικές ισορροπίες της οικονομίας.

17. Το γεγονός ωστόσο ότι κατά το  2018 περίπου  ένας στους  δώδεκα μισθωτούς επαπειλείτο από την φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό αποτελεί ισχυρή ένδειξη ότι στην Κύπρο, όπως και στις άλλες χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού, υπάρχει μια ιδιαίτερη κατηγορία εργαζόμενων φτωχών, οι οποίοι, μολονότι εργαζόμενοι βρίσκονται σε κατάσταση σχετικής φτώχειας και κινδυνεύουν με κοινωνικό αποκλεισμό επειδή οι μισθοί τους είναι χαμηλοί.

18. Ο δείκτης  φτώχειας  στην Κύπρο, διορθωμένος  με τον τρόπο  που υποδεικνύει η Eurostat ώστε η σύγκριση να γίνεται με το κατώφλι φτώχειας του έτους  2008, παρέμενε  το 2018 σε επίπεδο το οποίο ήταν κατά 62,5% υψηλότερο  έναντι του 2008-2011 παρά την υποχώρησή του κατά την τριετία 2016-2018. Πιο αναλυτικά, ενώ το 2008-2011 το ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού με βάση το κατώφλι φτώχειας του 2008 ανερχόταν σε 16% του πληθυσμού, το αντίστοιχο ποσοστό κατά το 2018 ήταν 26%. Επομένως, με κρι- τήριο το κατώφλι  φτώχειας  του 2008, ένας στους  τέσσερις κατοίκους  της  Κύ- πρου παραμένει σήμερα σε κίνδυνο φτώχειας  ή κοινωνικού αποκλεισμού  έναντι ενός στους έξι κατά το 2008.