Οι μισοί Κύπριοι δεν μπορούν να πληρώσουν απροσδόκητα έξοδα

311
man with only two coins in his pocket

Στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), σχεδόν ένα στα τρία άτομα δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει απροσδόκητα οικονομικά έξοδα (32%) το 2019 ενώ στην Κύπρο -και Ελλάδα- αυτό το ποσοστό είναι 48%, κατατάσσοντας τη χώρα μας στην τρίτη θέση στη σχετική λίστα της ΕΕ! Αυτά είναι τα στοιχεία που δημοσίευσε σήμερα η Eurostat, η στατιστική υπηρεσία της ΕΕ.

Σύμφωνα με την Eurostat, ο ορισμός που δίδεται είναι ότι “αυτά τα άτομα δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν απροσδόκητα οικονομικά έξοδα, όπως έξοδα χειρουργικής επέμβασης, κηδείας, αντικατάσταση πλυντηρίου ρούχων ή αυτοκινήτου το 2019”.

Η Eurostat αναφέρει ότι από την κορύφωσή της το 2012 (40%), η ικανότητα αντιμετώπισης απροσδόκητων δαπανών έχει βελτιωθεί σημαντικά. Λόγω του lockdown που εφαρμόστηκε σε όλο τον κόσμο το 2020 για να επιβραδύνει την ταχεία εξάπλωση του κορωνοϊού, η ικανότητα αντιμετώπισης απροσδόκητων οικονομικών δαπανών είναι ζωτικής σημασίας, ειδικά σε περίπτωση απώλειας εισοδήματος, αναφέρει.

Τα υψηλότερα ποσοστά ατόμων που δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν απροσδόκητα οικονομικά έξοδα αναφέρθηκαν στα νοικοκυριά ενός ατόμου: το 40% των μεμονωμένων ατόμων δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν απροσδόκητα οικονομικά έξοδα, και ιδίως το 56% των μεμονωμένων ατόμων με παιδιά. Υψηλότερα ποσοστά καταγράφηκαν για ανύπαντρες γυναίκες (43%) από ό, τι για τους ανύπαντρες άνδρες (36%).

Αντίθετα, τα χαμηλότερα ποσοστά καταγράφηκαν σε νοικοκυριά με δύο ενήλικες: το 25% δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει απροσδόκητα οικονομικά έξοδα. 28% των νοικοκυριών δύο ενήλικων με ένα εξαρτώμενο παιδί και 26% αυτών με δύο εξαρτώμενα παιδιά.

Μεταξύ όλων των τύπων νοικοκυριών, το ποσοστό των ατόμων που δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν απροσδόκητα οικονομικά έξοδα ήταν χαμηλότερο για δύο ενήλικες, εκ των οποίων τουλάχιστον ένας είναι 65 ετών και άνω (24%).

Μεταξύ των Κρατών Μελών της ΕΕ, το μερίδιο των ατόμων που δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν απροσδόκητα οικονομικά έξοδα ήταν υψηλότερο στην Κροατία (52%), ακολουθούμενη από τη Λετονία (50%), την Ελλάδα και την Κύπρο (και οι δύο 48%), τη Λιθουανία (47%) και τη Ρουμανία ( 44%).