Ευθύνη μας να συνεχίσουμε τον αγώνα για Ενωμένη Ομόσπονδη Κύπρο

256

Η ΠΕΟ μαζί με την DEV-IS, σε συνεργασία με την Ομάδα της Αριστεράς στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πραγματοποίησαν κοινή εκδήλωση π για την παρουσίαση του βιβλίου « Ένας εργάτης αφηγείται» του Hulus Çağlar İbrahim την Παρασκευή, 24 Ιουνίου, στο Ινστιτούτο Γκαίτε.

Την παρουσίαση του βιβλίου έκανε ο Γ.Γ. της Παγκόσμιας Συνδικαλιστικής Ομοσπονδίας (ΠΣΟ) Πάμπης Κυρίτσης και χαιρετισμούς απηύθυναν η Γ.Γ. της ΠΕΟ Σωτηρούλα Χαραλάμπους και ο Πρόεδρος της DEV-IS Κοράλ Ασάμ. Την εκδήλωση συντόνιζε ο Νιαζί Κιζίλγιουρεκ, Ευρωβουλευτής, ακαδημαϊκός και συγγραφέας.

Στο βιβλίο του ο Hulus Ibrahim μιλά για την συμμετοχή πολλών Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων συνδικαλιστών στους κοινούς αγώνες στην δεκαετία του 1950 και ιδιαίτερα το 1958 οι οποίοι γίνονται στόχος των εθνικιστικών κύκλων και από τις δύο κοινότητες που έσπερναν την διχόνοια ανάμεσα στο λαό μας. Πολλοί δολοφονήθηκαν και αρκετοί Τουρκοκύπριοι αναγκάστηκαν να  μεταναστεύσουν.

Ένας από αυτούς ήταν ο Hulus Çağlar İbrahim που το 1958 αναγκάστηκε να μεταναστεύσει  στο Λονδίνο όπου συνέχισε τον αγώνα μέχρι το τέλος της ζωής του για την επανένωση της πατρίδας μας.

Γ.Γ. ΠΕΟ: Θα συνεχίσουμε τον αγώνα μέχρι να γίνει πραγματικότητα η ενωμένη Ομόσπονδη Κύπρος

Χαιρετίζοντας την εκδήλωση η Γ.Γ. της ΠΕΟ Σωτηρούλα Χαραλάμπους, ανέφερε ότι η 80χρονη ιστορία της ΠΣΕ-ΠΕΟ είναι γεμάτη από στιγμές κοινών αγώνων των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων εργαζομένων που σημάδεψαν και καθόρισαν την εργατική τάξη της Κύπρου. «Η εκμετάλλευση, ο κατατρεγμός, η πείνα ήταν τα ίδια, δεν ξεχώριζαν Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους, οι προπηλακισμοί και οι επιθέσεις από το κεφάλαιο και την αποικιοκρατική κυβέρνηση, τους εργοδότες και τις θρησκευτικές ηγεσίες της εποχής δεν έκαναν διάκριση ανάμεσα σε χριστιανούς και μουσουλμάνους», ανέφερε.

Συνεχίζοντας μίλησε για το 1958 που ήταν μια ιδιαίτερα δύσκολη περίοδος για τους προοδευτικούς εργαζόμενους, Ε/κ και Τ/κ: «Είναι  η περίοδος όπου τα σοβινιστικά εθνικιστικά στοιχεία και στις δυο κοινότητες, κάτω από την ομπρέλα της ηγεσίας της ΕΟΚΑ και της Volkan προκατόχου της TMT παίζοντας το παιχνίδι των αποικιοκρατών, αναλαμβάνουν το έργο της διάσπασης της Κυπριακής εργατικής τάξης, του εκφοβισμού και της απομάκρυνσης της μιας κοινότητας από την άλλη. Το 1958 είναι η χρόνια που η εργατική τάξη της Κύπρου χάνει τα πιο διαλεχτά παιδιά της. Κοινό στοιχείο των συντρόφων μας που δολοφονήθηκαν ότι ήταν μέλη της ΠΕΟ, στελέχη της Αριστεράς ότι μιλούσαν την γλώσσα της συνύπαρξης, της ειρηνικής συμβίωσης, αγωνίζονταν για τα συμφέροντα των εργαζομένων, τον μη προνομιούχων.  Κοινό στοιχείο των δολοφόνων η ιδεολογία του φασισμού , του εθνικισμού, η υποταγή τους στα ξένα συμφέροντα.

Είναι μέσα σε αυτή τη δύσκολη αιματηρή περίοδο που πολλοί Τουρκοκύπριοι μέλη της ΠΕΟ, στελέχη του Τουρκικού γραφείου της ΠΕΟ αναγκάζονται να μεταναστεύσουν για να σώσουν τη ζωή τους, για να μην υποκύψουν στον φασιστικό εξαναγκασμό να υπογράψουν δήλωση αποχώρησης από τη ΠΕΟ. Ένας από αυτούς ήταν και ο Hulus Ibrahim».

Η Γ.Γ. της ΠΕΟ έκανε ιδιαίτερη αναφορά στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου όπου ο συγγραφέας αφού περιγράφει την πολυτάραχη ζωή του καταλήγει: “Και αν πριν το θάνατο μου δω μια ομοσπονδιακή Κύπρο στην οποία οι δυο κοινότητες θα ζουν αδελφικά θα σημαίνει ότι δεν έχω αφήσει πίσω μου εκκρεμότητες», λέγοντας πως «δυστυχώς ο Hulus έφυγε αφήνοντας εκκρεμότητες. Αυτή την εκκρεμότητα έχουμε ευθύνη εμείς να την κλείσουμε, να την διευθετήσουμε. Να συνεχίσουμε τον αγώνα μέχρι να γίνει πραγματικότητα η Ενωμένη Ομόσπονδη Κύπρος. Το οφείλουμε στο λαό μας, στους εργαζόμενους της Κύπρου, στη νέα γενιά που έχει δικαίωμα να ζήσει σε μια  Κύπρο ενωμένη, χωρίς ξένους στρατούς σε μια Κύπρο της ειρήνης, της δημιουργίας, της προόδου».

Η Σ. Χαραλάμπους ολοκλήρωσε τον χαιρετισμό της διαβεβαιώνοντας πως η ΠΕΟ μαζί με την Dev-is θα συνεχίσουν την προσπάθεια για καταγραφή και ανάδειξη της ιστορίας των κοινών αγώνων.

Πρόεδρος DEVIS: «Η τελευταία κληρονομιά που μας άφησε πριν να «φύγει» ήταν αυτό το βιβλίο»

Από την πλευρά του ο Πρόεδρος της DEV-İŞ, Κοράλ Ασάμ στον δικό του χαιρετισμό είπε πως «η ανάδειξη της αντίφασης μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου με τη γέννηση της εργατικής τάξης, ιστορικά, είναι η διαδικασία έναρξης του αγώνα για δικαιώματα. Και αυτός ο αγώνας είναι η αρχή της διαδικασίας για την επίτευξη σημαντικών οφελών στο όνομα της εργατικής τάξης. Η διαδικασία της ανάπτυξης συνείδησης της εργατικής τάξης συμπίπτει με την περίοδο της βιομηχανοποίησης, η οποία ξεκίνησε για πρώτη φορά με την ανακάλυψη της ενέργειας ατμού. Κατά την περίοδο της βιομηχανικής επανάστασης, οι άνθρωποι, οι περισσότεροι εκ των οποίων ασχολούνταν με τη γεωργία, μετανάστευαν συνεχώς από τα χωριά στις πόλεις για εξεύρεση εργασίας».

Όπως ανέφερε, η εργατική τάξη δεν είχε τίποτα να πουλήσει παρά την εργασία της αλλά από την άλλη, το κεφάλαιο δίνει προτεραιότητα στην υπεραξία που δημιουργείται από τη μετατροπή του μόχθου της εργασίας σε παραγωγή. «Η αντίθεση Εργασίας – Κεφαλαίου είναι ο αγώνας για να μοιραστεί η υπεραξία που παράγεται. Η εργατική τάξη στην Κύπρο άρχισε να γεννιέται τη δεκαετία του 1920, καθώς παλαιότερα δεν υπήρχε εκβιομηχάνιση στην Κύπρο. Οι Κύπριοι, μέχρι τότε, ασχολούνταν, γενικά, με τη γεωργία. Τη δεκαετία του 1920 άρχισε να αναδύεται η συνείδηση της εργατικής τάξης με την ίδρυση της εταιρείας εξόρυξης CMC στη Λεύκα. Όπως γινόταν σε όλο τον κόσμο που οι άνθρωποι του χωριού μετανάστευαν για να βρουν δουλειά, έτσι κι εδώ οι άνθρωποι άρχισαν να μεταναστεύουν στη Λεύκα για να εργαστούν σ’ αυτό το μεταλλωρυχείο. Το εργατικό δυναμικό ήταν εθνικά μικτό, αποτελούνταν από Τ/κ, Ε/κ, Λατίνους και Μαρωνίτες».

Στη συνέχεια έκανε μια σύντομη αναδρομή στις χρονολογίες σταθμό για το εργατικό κίνημα της Κύπρου και φτάνοντας στο 1958 ανέφερε πως σηματοδότησε την αρχή της διαίρεσης της εργατικής τάξης.

Όπως ανέφερε, το 1958 η καταπίεση και οι προσπάθειες εθνοτικού διαχωρισμού έγιναν πιο έντονες. Ένας από αυτούς που βίωσαν αυτές τις πιέσεις και τις απειλές ήταν και ο Χουλούς Τσαλάρ Ιμπραήμ, ο οποίος αφιέρωσε τη ζωή του στον αγώνα της εργατικής τάξης στην Κύπρο. Πυροβολούσαν και δολοφονούσαν τους συναγωνιστές και φίλους του καθημερινά. Ο Χουλούς Τσαλάρ Ιμπραήμ γνώριζε ότι θα ερχόταν και η δική του σειρά. Κι έτσι, την ημέρα που δολοφονήθηκε ο Φαζίλ Οντέρ, πήρε την απόφαση να φύγει από την Κύπρο. Όμως ο λόγος που έφυγε δεν ήταν επειδή φοβόταν τις απειλές και τον θάνατο, αλλά, όπως είπε και ο Ναζίμ Χικμέτ, για να συνεχίσει τον αγώνα του ζώντας μια μέρα ακόμα ενάντια στον εχθρό. Και έτσι έκανε. Την ημέρα που δολοφονήθηκε ο Φαζίλ Οντέρ, έφυγε κρυφά από το νησί και μετανάστευσε στην Αγγλία. Το άτομο που τον βοήθησε να δραπετεύσει ήταν ο καλύτερός του φίλος και συναγωνιστής, Ντερβίς Αλί Καβάζογλου.

«Η τελευταία κληρονομιά που μας άφησε πριν να «φύγει» ήταν αυτό το βιβλίο, στο οποίο συγκέντρωσε τις αναμνήσεις του για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε καλύτερα τον αγώνα εκείνων των χρόνων και να ρίξει φως σε αυτές τις μέρες», είπε.

Γ.Γ. ΠΣΟ: Μέσα από τις αφηγήσεις παραμένει ζωντανή η πολύτιμη κληρονομία των βετεράνων αγωνιστών

Όπως προαναφέραμε την παρουσίαση του βιβλίου έκανε ο Γ.Γ. της Παγκόσμιας Συνδικαλιστικής Ομοσπονδίας Πάμπης Κυρίτσης που χαρακτήρισε ήταν ξεχωριστή τιμή για τον ίδιο το γεγονός ότι παρουσίασε το συγκλονιστικό αυτοβιογραφικό αφήγημα του Hulus Gaglar Ibrahim από την Σιλίκου της Κύπρου. Ενός ταξικά προσανατολισμένου εργάτη που η ζωή και η δράση του εκφράζει και εκπροσωπεί μια ολόκληρη γενιά ξεχωριστών ατρόμητων Τ/κ αγωνιστών, που αγωνίστηκαν με πάθος, παρρησία και αφοσίωση για ευγενικά ιδανικά και οράματα.

Διαβάζοντας αυτά τα αυτοβιογραφικά κείμενα, είναι φανερό ότι ο συγγραφέας δεν περιγράφει απλώς τη ζωή του. Γιατί ακριβώς η ζωή του ήταν τόσο έντονη και γεμάτη από επαναστατική συνδικαλιστική και πολιτική δράση, ώστε μέσα από τα βιώματα τα δικά του και όσων βρίσκονται γύρω του, αναδεικνύεται ανάγλυφα η σκληρή και αιματηρή πρόσφατη ιστορική πραγματικότητα του νησιού μας και των ανθρώπων του.

O Hulus Ibrahim στο αφήγημα του, πρώτα μας εξηγεί πως προσέγγισε και μέσα από ποιες συνθήκες ήλθε σε επαφή και ενστερνίστηκε τις ριζοσπαστικές ιδέες της Αριστεράς. Το εξηγεί πρώτα, γιατί είναι φανερό ότι αυτή η συνάντηση καθόρισε στην πορεία ολόκληρη την ζωή του.  Η φτώχεια ασφαλώς δημιούργησε το υπόστρωμα.  Σε μια εποχή όμως που αυτή ήταν για τους πολλούς η  φυσική κατάσταση και όχι εξαίρεση, εκείνο που πραγματικά  ήταν η αιτία να αναζητήσει απαντήσεις στα φοβερά γιατί που από παιδί τον βασάνιζαν,  ήταν  η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο την οποία βίωσε στο πετσί του  στους πάγκους των τσαγκαράδικων

Εκεί συνειδητοποίησε αυτό που τόσο παραστατικά λέει ο Έλληνας ποιητής Κώστας Βάρναλης σε ένα από τα ποιήματα του «αν είναι ο λάκκος σου βαθύς, χρέος με τα χέρια σου να σηκωθείς». 

Αντιλήφθηκε δηλαδή τη δύναμη που θα μπορούσαν οι εργάτες να αποκτήσουν αν είναι οργανωμένοι και αν συλλογικά και όχι ο καθένας μόνος του  διαπραγματεύονται τους όρους και τις συνθήκες της ζωής και της εργασίας τους. 

Είναι πράγματι αφοπλιστικό το σημείο που αναφέρεται στην πρώτη ένταξη του σε συνδικάτο.  Εκεί που θυμωμένος ο «μάστρος» γιατί του επιβάλλουν μέσα από την συντεχνία να του δώσει 15 σελίνια μισθό, του λέει επιτιμητικά «θα σου τα έδινα αν εσύ μου το ζητούσες» και αυτός αφοπλιστικά  του απαντά «Ναι αλλά δεν μου τα έδωσες»

Η ταξική συνειδητοποίηση, οδηγεί τον Hulus σε δρόμους άλλους  από εκείνους που οι κυρίαρχοι κύκλοι και στις δυο κοινότητες οδηγούσαν τον απλό κόσμο για να τον χειραγωγούν ιδεολογικά και πολιτικά. Κατανοεί γρήγορα ότι οι εθνικιστικές αντιπαραθέσεις είναι άγονες. Ότι δεν οδηγούν σε πρόοδο και ευημερία κανένα εργάτη αλλά αντίθετα θυματοποιούν τους εργαζόμενους και τους αποπροσανατολίζουν από τις πραγματικές αιτίες που είναι η πηγή της εκμετάλλευσης και της δυστυχίας τους.

Γνωρίζοντας και άλλους ανήσυχους νέους που προβληματίζονται όπως αυτός, διαβάζοντας και μαθαίνοντας  για τους μποσλεβίκους και την επανάσταση των Ρώσσων εργατών που χτίζουν ένα καινούργιο κόσμο, για τα νέα ρεύματα και τις επαναστατικές ιδέες που ολοένα και περισσότερο  κερδίζουν συνειδήσεις και αναπτύσσονται, ως ταξικά προσανατολισμένος εργάτης, ως νέος κομμουνιστής συνειδητά πλέον ακολουθεί άλλες σημαίες και συνθήματα.    Γι’ αυτό και γρήγορα γνωρίζει από πρώτο χέρι τη βία και το μίσος της κυρίαρχης τάξης όταν αυτή αισθάνεται ότι απειλείται.   Πρώτα προσπαθούν να τον εξαγοράσουν και όταν δεν τα καταφέρνουν τον επικηρύσσουν.  Ως συνήθως  χρησιμοποιούν την «εθνική τους αποστολή» ως επιχείρημα για να επιβάλλουν την τρομοκρατία και την σιωπή του νεκροταφείου.

Είναι φανερό ότι η διεθνιστική του αντίληψη και η καθαρή ταξική του πυξίδα του επιτρέπουν να δει καθαρά ότι η άνιση μάχη με τους ακροδεξιούς εθνικιστές ήταν κάτι πολύ μεγαλύτερο από μια απλή ιδεολογική αντιπαράθεση.  Δεν ήταν καθόλου συμπτωματικό που αυτοί είχαν την αμέριστη στήριξη και των Αγγλικών και των Τουρκικών μυστικών υπηρεσιών.

Αντιλαμβάνεται ότι η διχοτόμηση της Κύπρου, το ταξίμ, δεν είναι τυχαία που αποτελεί το σημείο σύγκλισης για την αστική τάξη της κοινότητας του, με τους ακροδεξιούς φασίστες εθνικιστές των παραστρατιωτικών οργανώσεων και των Τουρκικών μυστικών υπηρεσιών.

Είναι φανερό ότι οι  κυρίαρχοι κύκλοι του ιμπεριαλισμού, στις τότε συνθήκες του ψυχρού πολέμου,  δεν επιθυμούσαν μια δημοκρατική  και ευημερούσα ενωμένη Κύπρο, η οποία να τάσσεται με την ειρήνη και με τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα του αδέσμευτου κόσμου.  Ήθελαν μια Κύπρο αβύθιστο αεροπλανοφόρο του ΝΑΤΟ και σημείο εξόρμησης για τις επεμβάσεις τους στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολική Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Ο ακραίος εθνικισμός τροφοδοτούσε  το διαίρει και βασίλευε και η αντιπαράθεση μεταξύ των κοινοτήτων, ήταν γι’ αυτούς η πιο ασφαλής οδός για να διατηρούν το ρόλο και την επιρροή τους και διαμέσου των «μητέρων πατρίδων»,  να προωθούν τους ιδιοτελής γεωστρατηγικούς τους σχεδιασμούς.

Ο κοινός γιορτασμός της Πρωτομαγιάς του 1958 ήταν απλά το πρόσχημα για μια προσχεδιασμένη τρομοκρατική, δολοφονική εκστρατεία για να σιγήσει κάθε προοδευτική φωνή που αντιστέκεται στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι παρόμοια τρομοκρατική, δολοφονική εκστρατεία με τα ίδια επιχειρήματα εξελίσσεται και στην ελληνοκυπριακή κοινότητα από τους Ελληνοκύπριους ακροδεξιούς εθνικιστικούς κύκλους που καθοδηγεί ο Γρίβας, ενάντια σε Ελληνοκύπριους αγωνιστές της Αριστεράς και της ελληνοτουρκικής φιλίας και συνεργασίας.

Οι σύντροφοι του  ένας – ένας δολοφονούνται  και είναι προφανές ότι πλησιάζει και η σειρά του. 

Τα διλήμματα είναι φοβερά. Δεν είναι όμως μόνο η ανθρώπινη αξιοπρέπεια του το διακύβευμα.  Είναι κυρίως το αύριο για τον τόπο του, για ότι αγαπά και νοιάζεται.

Σε αυτό το σημείο όταν δηλαδή δεν μιλούν πλέον τα στόματα αλλά τα πιστόλια και τα μαχαίρια, οι αφηγήσεις του γίνονται πραγματικά συγκλονιστικές.

Μέσα από αυτές έχουμε την δυνατότητα, εκτός από τον ίδιο να γνωρίσουμε και άλλους σημαντικούς Τουρκοκύπριους λαϊκούς αγωνιστές που με τη δράση, αλλά  και κάποιοι με την θυσία τους,  φώτισαν τον δρόμο για το αριστερό προοδευτικό κίνημα, όχι μόνο των Τουρκοκυπρίων,  αλλά όλων των Κυπρίων. Και τους αξίζει τιμή και δόξα.

Ο Φανζίλ Οντέρ, ο Ντερβίς Αλί Καβάζογλου, ο Αϊχαν Χικμέτ, ο Γκιουρκαν  εμφανίζονται στις αφηγήσεις του Hulus όπως ήταν,  όχι ως ιερά τέρατα, άλλα ως απλοί καθημερινοί άνθρωποι που το μόνο που ήθελαν ήταν να είναι ελεύθεροι, να έχουν αξιοπρέπεια και δικαίωμα να ακολουθούν τις πεποιθήσεις και τις απόψεις τους χωρίς να υποτάσσονται σε αφεντικά και στα τσογλάνια τους.

Έχουμε όμως μέσα από την αφήγηση και στοιχεία από τις δυσκολίες και το βαρύ τίμημα που πλήρωσαν και όσοι κατάφεραν να γλιτώσουν, εξόριστοι ουσιαστικά στην Μεγάλη Βρετανία.

Ο Ahmet Sati, o Nurettin Seferoglou, o Imbrahim Aziz, o Kamil Tuncel, o Mustafa  Ntenizel  και άλλοι σύντροφοι που άφησαν βαρύ το ίχνος τους στη διαδρομή της ζωής τους και λάμπρυναν με την θαρραλέα, παλληκαρήσια στάση τους, την ιστορική διαδρομή του κινήματος της αριστεράς στο τόπο μας.

Ο Γ.Γ. της ΠΣΟ εξέφρασε την υπερηφάνια του για το γεγονός ότι τόσοι Τ/κ λαϊκοί αγωνιστές έδωσαν μάχες και διαπαιδαγωγήθηκαν στους ταξικούς αγώνες κυρίως μέσα από τις γραμμές της ΠΕΟ. Θήτευσαν στο ίδιο σχολείο που θήτευσε και ο Σάββας Μένοικος, ο Μιχάλης Πέτρου, ο Κώστας Μισιαούλης και τόσοι άλλοι Ελληνοκύπριοι λαϊκοί αγωνιστές που θυσιάστηκαν για τον  ίδιο σκοπό και το ίδιο όραμα.

Ο Huluς υποχρεώνεται και αυτός να μεταναστεύσει. Με πολύ βαριά καρδιά και πίεση. Ζει τις εξελίξεις από το Λονδίνο. Η ένωση και το ταξίμ δεν υποχωρούν ώστε να ανοίξει ο δρόμος για εμπέδωση του κοινού ανεξάρτητου κράτους. Αντίθετα. Ενισχύονται και δυναμώνουν ακόμα περισσότερο, με τους ίδιους πρωταγωνιστές και μέσα στην ίδια δίνη της αυτοκαταστροφής. 

Στο σημείο αυτό αισθάνεσαι ότι η αφήγηση σκοτεινιάζει. Εύκολα κανείς μπορεί να ξεχωρίσει ότι γι’ αυτόν  έρχεται η ώρα που  πρέπει να περιγράψει το πιο επώδυνο συναισθηματικά σημείο στην όλη αφήγηση.  Είναι οι στιγμές  που και αυτός, όπως και άλλοι Τουρκοκύπριοι κομμουνιστές αισθάνονται ότι  είναι αιωρούμενοι. Ότι η δύσκολη θέση στην οποία έχουν βρεθεί λόγω της αλλαγής της πλεύσης του κόμματος τους στην κατεύθυνση της Ένωσης και λόγω των βιαιοτήτων που ξεσπούν ανεξέλεγκτα ανάμεσα στις δυο κοινότητες, δεν γίνεται όπως και όσο πρέπει κατανοητή από τους Ελληνοκύπριους συντρόφους τους και την ηγεσία του κόμματος τους. Παρόλα αυτά, ακόμα και όταν είναι πικραμένος, ακόμα και όταν είναι θυμωμένος, και στην αφήγηση του, παραμένει προσεκτικός. Δεν αφορίζει. Βγάζει παράπονο.  Δίκαιο παράπονο κατά την ταπεινή μου γνώμη.

Κανένας δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι το  κίνητρο τόσο του Hulus όσο και άλλων ταξικά συνειδητοποιημένων Τουρκοκυπρίων εργατών που είχαν την ίδια στάση, ήταν η  αγωνία τους μπροστά στο εξόφθαλμα ορατό ενδεχόμενο του βίαιου και αιματοβαμμένου διαχωρισμού των ανθρώπων της Κύπρου στη βάση της κοινοτικής τους προέλευσης.   Κάτι που αναπόφευκτα θα οδηγούσε σε υποταγή τους και στη μια και στην άλλη κοινότητα,  στις πιο αντιδραστικές  και αντικομουνιστικές  δυνάμεις στο όνομα του Εθνικού σκοπού. Δηλαδή της Ένωσης για τους ελληνοκύπριους και του ταξίμ για τους Τουρκοκύπριους.

Είναι φανερό ότι η μετέπειτα ιστορική πραγματικότητα επιβεβαίωσε με το χειρότερο και πιο τραγικό τρόπο εκείνους τους φόβους.

Δεν μπορώ να ολοκληρώσω την προσπάθεια μου να παρουσιάσω τις  αφηγήσεις του Hulus Ibrahim αν δεν κάνω αναφορά και σε εκείνες που  δεν έχουν  μόνο πολιτικό, ιδεολογικό και ιστορικό περιεχόμενο.

Όταν μιλά για τους έρωτες της εφηβείας του, για τον τρόπο που προσέγγιζε η κοινωνία τα θέματα γάμου, για την οικογένεια του και τις ανθρώπινες σχέσεις μέσα σε αυτή.   Για τον τρόπο που οι νέοι διασκέδαζαν  στις εξόδους τους.   Και όλα αυτά  τα διηγείται πολύ γλαφυρά.

Σε εκείνες δηλαδή τις αφηγήσεις που έχουν ένα ανθρώπινο, πηγαία ηθογραφικό περιεχόμενο.  Μέσα από τις αναμνήσεις του εμφανίζεται η  ζωή στον τόπο μας σε μια άλλη εποχή.

Εκείνο που θεωρώ ιδιαίτερα αξιοσημείωτο σε αυτή την πλευρά των αφηγήσεων του,  είναι το γεγονός ότι δεν βρίσκω σχεδόν καμία διαφορά από τις αφηγήσεις του δικού μου πατέρα, όταν τις καλοκαιρινές νύχτες στην βεράντα του σπιτιού μας,  διηγείτο  δικές του εμπειρίες. Απλώς αλλάζουν οι τόποι  και τα ονόματα.

Νοιώθω λοιπόν ότι μέσα από την αφήγηση της ζωής  ενός Τουρκοκύπριου εργάτη,   επιβεβαιώνεται ότι παρά το διαφορετικό θρησκευτικό υπόβαθρο, στην πραγματικότητα σε επίπεδο κουλτούρας και κοινωνικής συμπεριφοράς οι διαφορές Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων ήταν από  δυσδιάκριτες έως και ανύπαρκτες.

Είναι μεγάλη ικανοποίηση το γεγονός ότι σύντροφοι όπως ο μακαρίτης τώρα Hulus Ibrahim κατάφερε με τις αφηγήσεις για τη ζωή του, να μας αφήσει πολύτιμα κομμάτια της ιστορίας του κυπριακού εργατικού κινήματος που αφορούν την δράση του ίδιου αλλά και άλλων πρωτοπόρων Τουρκοκύπριων αγωνιστών.

Μέσα από αυτές τις αφηγήσεις παραμένει ζωντανή, μια πολύτιμη κληρονομία που  την αφήνουν ως παρακαταθήκη οι βετεράνοι αγωνιστές που έσπειραν μέσα από άπειρες δυσκολίες και κατατρεγμούς, το σπόρο του οργανωμένου πολιτικού και συνδικαλιστικού κινήματος των εργαζομένων του τόπου μας.

Είναι στηριγμένοι στο παράδειγμα αυτών των  αγωνιστών,  που παραμένουμε και εμείς σήμερα, σημαιοφόροι της κοινής πάλης Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων εργαζομένων για ομόσπονδη και επανενωμένη κοινή πατρίδα, απαλλαγμένη από ξένους στρατούς, εξαρτήσεις και κηδεμόνες. Που συνεχίζουμε τον αγώνα ως ανειρήνευτοι αντίπαλοι της μισαλλοδοξίας και της αντίδρασης, υπερασπιστές της δημοκρατίας και της ελεύθερης σκέψης, ενάντια στις σκοτεινές δυνάμεις του φασισμού και της εθνοκαπηλίας.