Αόρατες για το Σύστημα οι γυναίκες μετανάστριες στην Κύπρο

343

Αντιμέτωπες με εμπόδια και προκλήσεις είναι οι γυναίκες μετανάστριες που διαμένουν στην Κύπρο.

Δυσκολίες στην πρόσβαση στην αγορά εργασίας, μη επαρκής μέριμνα και υποστηρικτικές διαδικασίες είναι μόνο μερικά από τα ζητήματα που αντιμετωπίζουν και καταγράφονται και στην έρευνα για τις δυναμικές φύλου στην ένταξη προσφύγων και αιτητών/τριών ασύλου του Μεσογειακού Ινστιτούτου Μελετών Κοινωνικού Φύλου. Μάλιστα, το Μεσογειακό Ινστιτούτο καλεί την κυπριακή κυβέρνηση να άρει άμεσα την επιφύλαξη σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 59, από το κεφάλαιο «μετανάστευση και άσυλο» της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης, για την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας.

Το άρθρο 59 είναι ζωτικής σημασίας καθώς διασφαλίζει την προστασία των μεταναστριών που βιώνουν σεξουαλική ή/και έμφυλη βία, συμπεριλαμβανομένης της ενδοοικογενειακής βίας και του καταναγκαστικού γάμου.

Οι γυναίκες αντιμετωπίζουν άνιση πρόσβαση σε πόρους, περιουσία, εκπαίδευση, προστασία, δικαιοσύνη, εργασία και τη λήψη αποφάσεων τόσο στις χώρες καταγωγής τους όσο και στις χώρες προορισμού τους.

Επομένως, οι συνθήκες μετανάστευσης και η ένταξη γίνεται ιδιαίτερα δύσκολη για τις γυναίκες πρόσφυγες που αντιμετωπίζουν συχνά ένα τριπλό μειονέκτημα: το καθεστώς μετανάστευσης, αναγκαστική μετανάστευση και το φύλο.

Οι πολιτικές ένταξης σχεδιάζονται συχνά βάσει μιας ανδροκρατούμενης προσέγγισης που δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες των γυναικών, παρά μόνο στην κατηγορία του ετερόφυλου άνδρα μετανάστη.

Κατά συνέπεια, μεγάλος αριθμός γυναικών εκτοπισμένων μεταναστών και άτομα που δεν ταιριάζουν στον παραδοσιακό δυαδικό ορισμό του φύλου είναι ιδιαίτερα ευάλωτα στις διακρίσεις και σεξουαλική βία βάσει φύλου (SGBV).

Στην Κύπρο, η απουσία ενός συνεχιζόμενου σχεδίου δράσης που να αφορά την ένταξη έχει αφήσει πολλούς εκτοπισμένους μετανάστες σε επισφαλείς συνθήκες διαβίωσης.

Με βάση τα αποτελέσματα πέντε ερευνών σε συνάρτηση με τις τοπικές και εθνικές πολιτικές ένταξης στο πλαίσιο του έργου Glimer επισημαίνεται μεταξύ άλλων πως οι πολιτικές ένταξης σε εθνικό και τοπικό επίπεδο εφαρμόζονται περιστασιακά, είναι περιοριστικές και δεν έχουν συνέπεια.

Οι διαδικασίες ένταξης στην Κύπρο δεν είναι προσανατολισμένες βάσει του φύλου με αποτέλεσμα να μη διευκολύνονται οι γυναίκες μετανάστριες, οι οποίες και αντιμετωπίζουν πολλές προκλήσεις, όπως λιγότερες ευκαιρίες στην αγορά εργασίας, προβλήματα στην κοινωνική ένταξη, υψηλότερο κίνδυνο να είναι θύματα εμπορίας, να τύχουν σεξουαλικής εκμετάλλευσης, εκμετάλλευσης στην εργασία κ.α.

Η απουσία παιδικής μέριμνας και άλλων υπηρεσιών, οι παραδοσιακοί ρόλοι φύλου και τα στερεότυπα θέτουν επιπλέον εμπόδια στην ένταξη των μεταναστριών γυναικών στην Κύπρο.

Η αίτηση ασύλου τείνει να υποβληθεί επίσημα από τον άνδρα «επικεφαλής της οικογένειας», με τη σύντροφό του και τα άλλα μέλη της οικογένειας να θεωρούνται εξαρτώμενα άτομα. Έτσι, αυτός λαμβάνει και διαχειρίζεται την υλική βοήθεια που παρέχεται από το κράτος. Έτσι, οι παντρεμένες γυναίκες πρόσφυγες δεν έχουν απευθείας πρόσβαση στις υπηρεσίες και κατά κάποιο τρόπο είναι «αόρατες για το Σύστημα». Αυτή η πρακτική ενισχύει τον θεσμικό σεξισμό και είναι βαθιά προβληματική όταν πρόκειται για γυναίκες θύματα ενδοοικογενειακής βίας, ενώ η οικονομική εξάρτηση από τον σύζυγό τους περιορίζει τις δικές τους επιλογές για έξοδο από τη βίαιη σχέση.

Το κέντρο υποδοχής στην Κοφίνου έχει ξεχωριστά δωμάτια για ανύπαντρους άνδρες και ανύπαντρες γυναίκες. Υπάρχουν ξεχωριστές τουαλέτες/μπάνια σε τρία ανεξάρτητα κτίρια για ανύπαντρους, οικογένειες και ανύπαντρες γυναίκες. Παρ’ όλο που οι διαχωρισμένες ως προς το φύλο περιοχές θεωρούνται καλές πρακτικές, δεν υπάρχουν πολιτικές για την πρόληψη ή το μετριασμό του κινδύνου σεξουαλικής και βάση του φύλου βίας από άλλους μετανάστες που ζουν στο κέντρο ή από ντόπιους άντρες που συχνά παρενοχλούν τις γυναίκες. Επίσης, εκεί δεν υπάρχουν πολιτικές για την πρόληψη της βίας κατά των ΛΟΑΤΙ που ζουν στο κέντρο που διατρέχουν κίνδυνο σωματικής ή/και ψυχολογικής βίας.

Η ενοικίαση καταλυμάτων έχει υψηλό κόστος, αλλά και χαμηλή διαθεσιμότητα. Καταβάλλεται το επίδομα ενοικίου των αιτούντων ασύλου απευθείας από την κυπριακή κυβέρνηση στους ιδιοκτήτες των σπιτιών ή διαμερισμάτων, ωστόσο οι γραφειοκρατικές διαδικασίες συχνά προκαλούν καθυστερήσεις στην πληρωμή, αποθαρρύνοντας περαιτέρω τους ιδιοκτήτες να ενοικιάζουν τα καταλύματά τους σε αιτούντες άσυλο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να οδηγεί τους αιτούντες άσυλο είτε να ενοικιάζουν ακατάλληλα σπίτια ή να παραμένουν άστεγοι. Συχνά παρατηρείται πως οι αιτούντες άσυλο ζουν σε κοινόχρηστα καταλύματα. Οι γυναίκες που αναζητούν άσυλο κινδυνεύουν από σεξουαλική παρενόχληση ή/και εκμετάλλευση από τους ιδιοκτήτες και αν ζουν στην κοινότητα θέτουν τον εαυτό τους σε περαιτέρω κίνδυνο.

Θύματα εμπορίας επίσης μπορεί να αιτηθούν για υλική βοήθεια και για παραχώρηση ενοικίου, το οποίο πληρώνεται απευθείας από την κυβέρνηση στους ιδιοκτήτες των σπιτιών. Ή μπορεί να διαμένουν στα κυβερνητικά καταφύγια για θύματα εμπορίας.

Ωστόσο, τα καταφύγια συνήθως είναι πλήρη και έτσι οι αρμόδιες υπηρεσίες βρίσκουν άλλες λύσεις με το να τοποθετούν τις γυναίκες θύματα σε εναλλακτικά καταλύματα, χωρίς όμως να προηγηθεί η εξέταση τής κάθε περίπτωσης ξεχωριστά λόγω και του γεγονότος ότι πρόκειται για γυναίκες που είχαν υποστεί βία. Αρκετές προκλήσεις και κινδύνους αντιμετωπίζουν και κορίτσια ή ασυνόδευτοι ανήλικοι που αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τα καταφύγια σε ηλικία 18 ετών.

Ζητήματα φαίνεται να υπάρχουν και με τη γλωσσική κατάρτιση και τη διαθεσιμότητα μαθημάτων της ελληνικής γλώσσας, αφού τα μαθήματα γίνονται κυρίως τα απογεύματα όταν τα παιδιά δεν έχουν σχολείο και κανέναν άλλο να είναι υπεύθυνο για τη φύλαξή τους.

Η αγορά εργασίας, οι πολιτικές ένταξης δεν καλύπτουν τις συγκεκριμένες ανάγκες των γυναικών μεταναστριών στην Κύπρο. Αυτό όχι μόνο επηρεάζει την οικονομική ανεξαρτησία και την κοινωνική τους κατάσταση και ενσωμάτωση, αλλά και τη συναισθηματική και ψυχολογική τους ευεξία.

Στα αρνητικά καταγράφεται και το γεγονός ότι δεν υπάρχει επαρκής μέριμνα για ανήλικους, ώστε οι μητέρες τους να μπορούν να έχουν ευκαιρίες εργασίας.

Έχουν αναφερθεί περιπτώσεις όπου το Γραφείο Εργασίας δεν κατέγραψε πως μητέρες αρνήθηκαν να δεχτούν εργασία λόγω της έλλειψης παιδικής μέριμνας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μη λάβουν υλική βοήθεια, αφού οι κρατικές υπηρεσίες μπορούν να παρέχουν υλική βοήθεια μόνο σε αυτούς που είναι εγγεγραμμένοι στο Γραφείο Εργασίας ως άτομα που αναζητούν εργασία. Οι γυναίκες αντιμετωπίζουν πολλαπλές μορφές διακρίσεων στο χώρο εργασίας συμπεριλαμβανομένου του φύλου και της θρησκείας. Για παράδειγμα, γυναίκες που φορούσαν μαντίλα έχουν αναφέρει περιστατικά διακρίσεων.

ΑΠΟ: dialogos.com