Της Μαρί-Κωνστάνς Κων/νου*
Η ιστορία που βασίζεται σε ντοκουμέντα και μαρτυρίες γράφεται μια φορά. Η εκ των υστέρων προσπάθεια προσαρμογής της, μέσω χάλκευσης, στα μέτρα κάποιων αποτελεί προσβολή για αυτούς που έγραψαν την ιστορία με το αίμα τους.
Στην ιστορία του εργατικού κινήματος της Κύπρου, οι αγώνες των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων μεταλλωρύχων, αμιαντωρύχων και οικοδόμων του 1948, αποτελούν ορόσημο για πολλούς λόγους. Όχι μόνο για τη μαζικότητα τους και για όσα κερδήθηκαν. Αποτελούν ορόσημο και για το λόγο ότι οι εργάτες απεργοί βρήκαν απέναντι τους μια ισχυρή συμμαχία μεταξύ Βρετανών αποικιοκρατών, εργοδοσίας, εκκλησίας και οργανωμένων απεργοσπαστών που σήμερα κάποιοι επιχειρούν να τους παρουσιάσουν ως ήρωες. Ας ξαναθυμηθούμε την πραγματική ιστορία με ντοκουμέντα…
Στις παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Μεταλλευτική Βιομηχανία στην Κύπρο έφτασε στο υψηλότερο σημείο της με σημαντικές εξαγωγές πυρίτη και χαλκοπυρίτη. O αριθμός των εργατών που απασχολούνταν σε όλες τις μεταλλευτικές εταιρείες, ξεπερνούσαν τις 10,000 στην πλειοψηφία τους ξεκληρισμένοι αγρότες. Οι συνθήκες και οι όροι όμως εργασίας των μεταλλωρύχων ήταν άθλιες και απάνθρωπες.
Την περίοδο 1938-1939, η παλμεροκρατία έσκιαζε βασανιστικά την Κύπρο. Οι μεταλλωρύχοι της Κυπριακής Μεταλλευτικής Εταιρείας (ΚΜΕ) στην προσπάθεια τους να οργανωθούν για να λύσουν τα προβλήματα τους, έστειλαν στην κυβέρνηση την πρώτη αίτηση για ίδρυση Συντεχνίας. Η αδιάλλακτη στάση της κυβέρνησης, η οποία χαρακτήρισε το έγγραφο «κομμουνιστικό» και το αγνόησε, δεν άφηνε καμία άλλη επιλογή στους μεταλλωρύχους, εκτός από εκείνη του διαρκούς αγώνα προς διεκδίκηση των δίκαιων αιτημάτων τους.
Η ίδρυση της Παγκύπριας Συντεχνιακής Επιτροπής (ΠΣΕ ) το 1941, η οποία ήταν κοινό δημιούργημα Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων εργαζομένων, δημιούργησε νέες προϋποθέσεις και δυνατότητες. Υπήρξε σκληρή και πολύχρονη προετοιμασία για τους αγώνες που θα έπονταν. Οι αγώνες για δικαιώματα των εργαζομένων εξελίχθηκαν σε οξεία ταξική αναμέτρηση ανάμεσα στην εργατική τάξη από την μια και την αστική τάξη, την εργοδοσία, τις μεγάλες ξένες εταιρείες, την κυβέρνηση και την εκκλησία από την άλλη.
Η πρώτη μεγάλη ταξική μάχη άρχισε με τις απεργίες των 2100 μεταλλωρύχων της αμερικάνικης εταιρείας ΚΜΕ που κράτησε 121 ημέρες με το αίτημα της αύξησης των μισθών, μείωση των ωρών εργασίας, πληρωμή των υπερωριών και άδεια ανάπαυσης. Σε αυτή τη μάχη, δυνάμεις των αποικιοκρατών άνοιξαν πυρ εναντίον των απεργών με αποτέλεσμα πολλοί να τραυματιστούν. Στις απεργίες αυτές, καταδικάστηκαν 77 απεργοί σε φυλάκιση και σε εκατοντάδες άλλους επιβλήθηκε πρόστιμο. Σημαντικό ήταν όμως ότι οι μεταλλωρύχοι κατέκτησαν αυξήσεις ύψους 33%, αναγκάζοντας την εταιρεία να διαπραγματευτεί.
Συνέχεια έδωσε η απεργία των αμιαντωρύχων, που διήρκησε 29 ημέρες και σε αυτήν φυλακίστηκαν πάνω από 60 εργάτες. Σε μια περίπτωση, στις 3 Μαρτίου του 1948, οργισμένοι απεργοί δοκίμασαν να ανακόψουν απεργοσπάστες, δέχτηκαν όμως την άνανδρη επίθεση της αστυνομίας η οποία πυροβόλησε στο ψαχνό και έτσι βάφτηκε με το αίμα τους εκείνη η μέρα. Πολύ σοβαρά τραυματίστηκαν οι απεργοί Τσακίρ Ριζέτ, Αχμέτ Νετζιατί, Γιώργης Γεωργιάδης, Ιζέτ Αλη Ιζετ, Μεχμέτ Πιλάλ, Ανδρέας Χαραλάμπους που κτυπημένοι άγρια μεταφέρθηκαν στο Νοσοκομείο Λευκωσίας.
Αιτήματα ήταν η αύξηση των μισθών, η πληρωμή των υπερωριών τις Κυριακές, η αναγνώριση της επιτροπής εργατικών διαφορών, η επιδιόρθωση εργατικών κατοικιών και η επαναπρόσληψη των απολυμένων.
Η χρονιά έκλεισε με την απεργία των 1200 οικοδόμων που κράτησε 118 ημέρες. Αιτήματά τους ήταν η αύξηση των μισθών και η αύξηση της εργοδοτικής εισφοράς στις Κοινωνικές Ασφαλίσεις. Κατά την απεργία αυτή 60 οικοδόμοι φυλακίστηκαν.
Η αλληλεγγύη και η ηθική και οικονομική συμπαράσταση προς τους απεργούς από όλο τον κυπριακό λαό, ήταν συγκινητική από τις πρώτες μέρες των απεργιών. Έρχονταν από παντού χρήματα, τρόφιμα, ρούχα αλλά και κάθε είδους βοήθεια. Αυτοκίνητα φορτώνονταν καθημερινά από διάφορες πόλεις και χωριά με προορισμό το Μαυροβούνι και το Ξερό.
Αυτή την περίοδο των έντονων ταξικών αναμετρήσεων, θεμελιώθηκε η συμμαχία εργατών – αγροτών και μικρομεσαίων και εκφράστηκε πρακτικά μέσα από την ανάπτυξη ενός πρωτοφανούς κινήματος αλληλεγγύης προς τους απεργούς. Η μάχη του ψωμιού και του γάλακτος για τα παιδιά των απεργών, ο αγώνας για την ηθική και υλική τους στήριξη είναι μια από τις πιο φωτεινές εκδηλώσεις γνήσιας και ανιδιοτελούς κοινωνικής αλληλεγγύης.
«Καλύτερα 12 ώρες γαλάζιες, παρά 8 ώρες κόκκινες»
Αν και τα αιτήματα των Ε/Κ και Τ/Κ εργατών ήταν δικαιολογημένα, πέραν της κάθετης άρνησης της εργοδοσίας, οι απεργοί συνάντησαν λυσσαλέα αντίδραση από τους αποικιακούς αστυνομικούς, την εχθρική στάση της εκκλησίας και κυρίως την απεργοσπαστική στάση των λεγόμενων Νέων Συντεχνιών (ΣΕΚ) οι οποίες επιστρατεύτηκαν από τους αποικιοκράτες για να πετύχουν τη διάσπαση των απεργών εφαρμόζοντας το γνωστό δόγμα των Βρετανών «διαίρει και βασίλευε». Η εκκλησία με εγκύκλιο της, καλούσε τους απεργούς να παραδοθούν ενώ η ΣΕΚ με ανακοίνωσή της παρότρυνε την αποικιακή αστυνομία να ζητήσει τη βοήθεια του αγγλικού στρατού προκειμένου «να παταχθεί η κομμουνιστική αναρχία άπαξ και δια παντώς». Στελέχη της ΣΕΚ γύριζαν τα χωριά μαζεύοντας απεργοσπάστες για την Αμερικάνικη Εταιρεία με σύνθημα «καλύτερα 12 ώρες γαλάζιες, παρά 8 ώρες κόκκινες».
Ο ίδιος ο διευθυντής τότε της εταιρείας, ο Χέντριξ, δήλωνε: «Η χώρα μου ξοδεύει εκατομμύρια δολάρια για να πολεμήσει τον κομμουνισμό σε όλο τον κόσμο. Δεν θα σκεφθεί αν θα ξοδέψει και μερικές χιλιάδες λίρες για τον ίδιο σκοπό στην Κύπρο». Μιλούσε ασφαλώς για την κατάπνιξη των απεργών μέσω χρηματοδότησης της οργανωμένης απεργοσπασίας.
Υ.Γ: Το κείμενο αυτό γράφτηκε προς επιβεβαίωση και εμπέδωση της ιστορικής αλήθειας και είναι αφιερωμένο στη μνήμη των χιλιάδων Ε/κ και Τ/κ μεταλλωρύχων, αμιαντωρύχων και οικοδόμων που καταδιώχθηκαν, μαυροπινακίστηκαν, τραυματίστηκαν και φυλακίστηκαν για τους αγώνες για ένα καλύτερο μέλλον.
*Υπεύθυνη Ιστορικού Εργατικού Μουσείου και Ιστορικού Αρχείου ΠΕΟ