«Μέτρα προστασίας των αδύνατων και αποκατάστασης κοινωνικής ισορροπίας και όχι λόγια και πομπώδης διακηρύξεις»

474

Του ΓΓ ΠΕΟ, Πάμπη Κυρίτση

Όποιος κοιτάξει τις εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το Ευρωπαϊκό εξάμηνο,  αλλά και τις στατιστικές αναλύσεις της Eurostat, θα δει ότι στην Κύπρο από το 2013 και μετά, η διεύρυνση της κοινωνικής ανισότητας είναι δραματική. Οι νεοφιλελεύθερες  κυβερνητικές  πολιτικές, οδήγησαν σε μια βίαιη ανακατανομή του πλούτου.  

Η απορρύθμιση της εργασίας και η συρρίκνωση των μισθών, σε συνδυασμό με το ουσιαστικό ξήλωμα του κοινωνικού κράτους, τις ιδιωτικοποιήσεις, την επέκταση του ορίου αφυπηρέτησης  και  άλλα μέτρα που υποβαθμίζουν τον ρόλο του στην δικαιότερη ανακατανομή του εθνικού εισοδήματος, έφεραν την σαφή υποβάθμιση στο βιοτικό επίπεδο των πολλών, σε αντίθεση με τους λίγους και ευνοημένους οι οποίοι σε αυτή την περίοδο κρίσης αύξησαν τα κέρδη και τα εισοδήματα τους και ενίσχυσαν ακόμα περισσότερο την θέση τους.

Η κατανομή του εθνικού εισοδήματος, με βάση τους εθνικούς λογαριασμούς, έχει ανατραπεί άρδην σε βάρος της εργασίας. Τα εισοδήματα από  μισθούς έχουν υποχωρήσει πάνω από 5% ενώ τα εισοδήματα από κέρδη και προσόδους έχουν ενισχυθεί πάνω από 5%.  Η απόσταση μεταξύ των δυο μεγεθών – κερδών και μισθών – έχει διευρυνθεί αρνητικά για τους μισθούς κατά πάνω από 10 εκατοστιαίες μονάδες.

Παρά το γεγονός  όμως ότι η  κρίση του 2013  έχει φορτωθεί πλήρως πάνω στους εργαζόμενους και γενικότερα τους αδύνατους της κοινωνίας, το ίδιο επιχειρείται να επαναληφθεί και σήμερα και με τη νέα κρίση της πανδημίας,

Δεν είναι καθόλου τυχαίο, το γεγονός ότι οι εργοδοτικοί σύνδεσμοι με κάθε ευκαιρία ακόμα και την ώρα που στηρίζονται πλουσιοπάροχα από το κράτος,  κρατούν ψηλά τον μπαμπούλα των απολύσεων και με πρόσχημα την κρίση  προετοιμάζουν τη κοινή γνώμη για  ένα νέο κύμα επιθέσεων στους μισθούς και τα δικαιώματα των εργαζομένων.

Βασικό εργαλείο των εργοδοτών, παραμένει ο φόβος και η ανασφάλεια μπροστά στο ενδεχόμενο της ανεργίας.  Η ανατροπή δηλαδή του συσχετισμού ισχύος σε βάρος της εργασίας.

Για την αντιμετώπιση αυτής της πραγματικότητας, δεν είναι αρκετά τα κυβερνητικά ευχολόγια και οι πομπώδεις διακηρύξεις καλών προθέσεων.    Αν η κυβέρνηση θέλει να συμβάλει στην προστασία των αδυνάτων και την διατήρηση της κοινωνικής συνοχής,  πρωταρχική κοινωνική προτεραιότητα του κράτους  θα έπρεπε ήδη να αποτελεί η διαμόρφωση ενός νομοθετικά κατοχυρωμένου ελάχιστου πλαισίου εργασιακών δικαιωμάτων για κάθε εργαζόμενο, με τον κατώτατο μισθό κύριο συστατικό αυτών των ελάχιστων δικαιωμάτων.

Στους τομείς που καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις, ο κατώτατος μισθός όπως και τα υπόλοιπα ωφελήματα είναι καθορισμένος. Κατά συνέπεια εκείνο που πρέπει να νομοθετηθεί είναι η υποχρέωση όλων των εργοδοτών ενός κλάδου ο οποίος έχει συμφωνημένη συλλογική σύμβαση, να εφαρμόζεται αυτή τη σύμβαση για όλους.  Τα δε προσωπικά συμβόλαια μόνο τότε να έχουν ισχύ, όταν είναι καλύτερα από τη συλλογική  σύμβαση και όχι υποδεέστερα. Να σταματήσει η χρησιμοποίηση των λεγόμενων «ευέλικτων» μορφών απασχόλησης ως μέσο εκμετάλλευσης των εργαζομένων  και απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων. 

Στους δε  κλάδους οι οποίοι για διάφορους λόγους δεν καλύπτονται από συλλογική σύμβαση,  θα πρέπει να δημιουργηθεί νομοθετικά, μηχανισμός διαμόρφωσης κατώτατων μισθών το ύψος του οποίου να προκύπτει  ως αποτέλεσμα συλλογικής διαπραγμάτευσης με τη συμμετοχή των αντιπροσωπευτικών φορέων των κοινωνικών εταίρων και όχι να καθορίζεται εκ των άνω, αυθαίρετα και ανάλογα με τους εκάστοτε συσχετισμούς στα πολιτειακά όργανα. Και ασφαλώς θα πρέπει να περιλάβει και άλλα βασικά ωφελήματα όπως ωράριο, υπερωρίες, αργίες και ταμείο προνοίας.

Η μέχρι σήμερα θέση της κυβέρνησης, ότι   καθιέρωση κατώτατων μισθών θα ξεκινήσει όταν δημιουργηθούν συνθήκες πλήρους απασχόλησης, είναι εντελώς απαράδεκτη και ουσιαστικά  παραπέμπει το θέμα στις ελληνικές καλένδες.  Η νομοθετική κατοχύρωση ελάχιστων δικαιωμάτων για όλους τους εργαζόμενους, δεν είναι στις περιόδους ανάπτυξης και πλήρους απασχόλησης  που είναι περισσότερο απαραίτητη, αλλά  στις κρίσεις.    Όταν λόγω του φόβου και της ανασφάλειας των εργαζομένων για την εργασία τους, δημιουργούνται συνθήκες αυθαιρεσίας, ασυδοσίας και απορρύθμισης στις εργασιακές σχέσεις.

Για επαναφορά μιας ανεκτής κοινωνικής ισορροπίας είναι απαραίτητα και μέτρα ουσιαστικής  ενίσχυσης του κοινωνικού κράτους. Μέτρα  στήριξης των ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού  και δικαιότερης κατανομής του παραγόμενου πλούτου προς όφελος των πολλών,  όπως π.χ.  η επάρκεια των συντάξεων και η  κατάργηση του πέναλτι 12% για όσους συνταξιοδοτούνται στα 63, η εισαγωγή σχεδίου πληρωμένης γονικής άδειας, η στήριξη  του δημόσιου τομέα της υγείας και η αντιμετώπιση των προβλημάτων των  χαμηλοσυνταξιούχων.

Η κυβέρνηση, οφείλει να ενδιαφερθεί για τους πολλούς και όχι μόνο για τους λίγους, οφείλει να αλλάξει πλεύση και να συνεργαστεί με το Συνδικαλιστικό κίνημα για ένα σύγχρονο και  προοδευτικό κοινωνικό μοντέλο,  όπου τα ελάχιστα δικαιώματα για τον κάθε εργαζόμενο να είναι κατοχυρωμένα και το κράτος να είναι κράτος πρόνοιας και διασφάλισης κοινωνικής συνοχής και όχι κράτος που με τις αποφάσεις του να ευνοεί ώστε οι πλούσιοι να γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι.