Ποιος είναι ο κατάλληλος εθνικός κατώτατος μισθός για την Κύπρο

441

Του Παύλου Καλοσυνάτου

Διευθυντή του Ινστιτούτου Εργασίας Κύπρου – ΠΕΟ

Το υφιστάμενο καθεστώς κατώτατου μισθού στην Κύπρο παρέχει προστασία σε εννέα μόνο ευάλωτες επαγγελματικές ομάδες και από τον Ιανουάριο του 2020, μετά από σχετική συμφωνία των κοινωνικών εταίρων του κλάδου, σε άλλες 13 επαγγελματικές ομάδες της ξενοδοχειακής βιομηχανίας. Σε αντίθεση με το υφιστάμενο καθεστώς, η επιδιωκόμενη θέσπιση του εθνικού κατώτατου μισθού επεκτείνει την ελάχιστη μισθολογική προστασία σε όλους του μισθωτούς σε όλες τις οικονομικές δραστηριότητες.

Η συζήτηση για την προοπτική μεταρρύθμισης του καθεστώτος του κατώτατου μισθού ξεκίνησε στη τρέχουσα οικονομική συγκυρία, επειδή τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα μετά από την κρίση του 2013-2015, προχώρησε η απορρύθμιση και η υποβάθμιση της εργασίας με αποτέλεσμα να εγκατασταθεί ένα νέο καθεστώς διανομής του παραγόμενου πλούτου που δίνει ένα σημαντικά μεγαλύτερο μερίδιο στις επιχειρήσεις (κέρδη) και μικρότερο στους εργαζόμενους (μισθούς)*. Αυτή η διαρθρωτική αλλαγή συντελέστηκε με τη μείωση των αμοιβών των εργαζόμενων με κύρια οχήματα τη διάδοση νέων ευέλικτων μορφών απασχόλησης (π.χ. αύξηση της συγκεκαλυμμένης αυτοαπασχόλησης, αναγκαστικής μερικής απασχόλησης, εργασίας ορισμένης διάρκειας ή ορισμένου έργου κλπ.) και τη σημαντική μείωση του ποσοστού των εργαζόμενων, των οποίων οι μισθοί καθορίζονται μέσα από συλλογικές συμβάσεις εργασίας (ΣΣΕ). Ήταν στο τέλος της δεκαετίας του 1990 το ποσοστό κάλυψης των εργαζόμενων από ΣΣΕ μεταξύ 75%-80%, σήμερα αυτό κυμαίνεται μεταξύ 40% και 45%.

Πριν συζητήσουμε την κατεύθυνση που θα πρέπει να πάρει η μεταρρύθμιση του κατώτατου μισθού στην Κύπρο, χρειάζεται να κατανοήσουμε τι είναι ο θεσμός του καθολικού κατώτατου μισθού, όπως αυτός εφαρμόζεται στην Ευρώπη ή σε άλλες περιφέρειες της γης. Ο κατώτατος μισθός έχει συλληφθεί ως ένα εργαλείο μισθολογικής προστασίας για ευάλωτες ομάδες εργαζόμενων που θα εμποδίζει τη διολίσθηση τους στην ακραία φτώχεια. Επειδή κανένα κράτος που θέλει να χαρακτηρίζεται κοινωνικό δεν μπορεί να εξαντλεί την προσπάθεια του μόνο στην αποτροπή της ακραίας φτώχειας, ο εθνικός κατώτατος μισθός δεν μπορεί να είναι και δεν πρέπει να μετατραπεί στον κυρίαρχο μηχανισμό καθορισμού των μισθών των εργαζόμενων. Ο πιο αποτελεσματικός και δικαιότερος μηχανισμός παραμένει πάντα και παντού η ΣΣΕ. Δηλαδή, θα πρέπει να επιδιώξουμε τη θέσπιση ενός καθεστώτος εθνικού κατώτατου μισθού που θα λειτουργεί συμπληρωματικά και όχι ανταγωνιστικά έναντι των κατώτατων μισθών που καθορίζονται μέσα από κλαδικές ΣΣΕ. Αυτή τη ζωτικής σημασίας σχέση αναγνωρίζει το σχέδιο οδηγίας της Ε.Ε. για τους ‘επαρκείς κατώτατους μισθούς’. Γι’ αυτό, πέραν από τη θέσπιση ενός ενιαίου δεσμευτικού πλαισίου που θα πρέπει τα κράτη μέλη να ακολουθούν για να καταλήγουν σε ένα ‘επαρκή εθνικό κατώτατο μισθό’, το σχέδιο οδηγίας προβλέπει ένα δεύτερο, εξίσου σημαντικό, πυλώνα υποχρεώσεων που στοχεύει στη στήριξη της ΣΣΕ. Σύμφωνα με το σχέδιο οδηγίας-πλαίσιο, τα κράτη μέλη θα πρέπει να παίρνουν συγκεκριμένα μέτρα στήριξης της ΣΣΕ, ώστε το ποσοστό κάλυψης των εργαζομένων από ΣΣΕ να υπερβαίνει το 80%.

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, ο τριμερής κοινωνικός διάλογος, που τις επόμενες μέρες αναμένεται να μπει στα βαθιά, θα πρέπει να επικεντρωθεί στα παρακάτω σημεία:

  • Η θέσπιση του εθνικού κατώτατου μισθού θα πρέπει να συνοδευτεί με πρόσθετες ρυθμίσεις που θα διασφαλίζουν, ότι σε κλάδους της οικονομίας που εφαρμόζονται κλαδικές ΣΣΕ (π.χ. στην οικοδομική και στη ξενοδοχειακή βιομηχανία) ο κατώτατος μισθός δεν θα είναι χαμηλότερος του προβλεπόμενου από την εκάστοτε κλαδική ΣΣΕ.
  • Το ύψος του εθνικού κατώτατου μισθού που θα καθοριστεί με τη θέσπιση του νέου καθεστώτος, θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη, ότι το ύψος του κατώτατου μισθού για τις εννέα επαγγελματικές ομάδες του υφιστάμενου καθεστώτος παραμένει καθηλωμένο για μία δεκαετία, όπως και τις αυξήσεις του πληθωρισμού, ιδιαίτερα του τελευταίου έτους. Επίσης, το ύψος του θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις σύγχρονες ανάγκες της εργαζόμενης οικογένειας και να στοχεύει στην πραγματική και ουσιαστική αύξηση των αμοιβών των εργαζόμενων που βρίσκονται στο χαμηλόμισθο τομέα και στη εξάλειψη του φαινομένου των εργαζόμενων φτωχών.
  • Ο εθνικός κατώτατος μισθός πρέπει να καθοριστεί ως ωριαίος κατώτατος μισθός, ώστε να αναιρεθεί μία από τις στρεβλώσεις του υφιστάμενου καθεστώτος. Για την άρση των υπόλοιπων στρεβλώσεων του υφιστάμενου καθεστώτος, θα πρέπει να γίνει ξεκάθαρο ότι η εβδομαδιαία διάρκεια της εργασίας είναι 38 ώρες (όπως προβλέπεται από τις πλείστες ΣΣΕ) και ότι η υπερωριακή εργασία θα αμείβεται με την αναλογία 1 προς 1,5. Περεταίρω, θα πρέπει να συμφωνηθούν οι ετήσιες αργίες και ο τρόπος αμοιβής τους σε περίπτωση εργασίας, όπως και το δικαίωμα όλων των εργαζόμενων σε 13ο μισθό.
  • Το νέο καθεστώς εθνικού κατώτατου μισθού δεν χωρεί εξαιρέσεις, τουλάχιστον όχι αυτές που προτείνει η κυβερνητική πλευρά. Σε καμία ευρωπαϊκή χώρα δεν υφίστανται τέτοιες εξαιρέσεις. Ούτε το σχέδιο οδηγίας-πλαίσιο της Ε.Ε. προβλέπει τέτοιες εξαιρέσεις. Η Κυπριακή Δημοκρατία θα εκτεθεί και σύντομα θα αναγκαστεί να αναιρέσει ένα τέτοιο καθεστώς που εξαιρεί κάποιες οικονομικές δραστηριότητες, επειδή σε αυτές συγκεντρώνονται σχεδόν αποκλειστικά μετανάστες εργαζόμενοι. Είναι κατανοητό ότι κάποιες δραστηριότητες, όπως για παράδειγμα οι δραστηριότητες παροχής φροντίδας από οικιακούς εργαζόμενους, θα βρεθούν μπροστά από μεγάλες προκλήσεις προσαρμογής επειδή εδράζονται σε ένα ήδη μη βιώσιμο και καθόλου λειτουργικό σύστημα φτηνής εργασίας μεταναστών. Αυτές οι προκλήσεις μπορούν να αντιμετωπιστούν με τη συνολική μεταρρύθμιση του συστήματος παροχής φροντίδας με την επέκταση της κρατικής στήριξης και όχι με την εξαίρεση των εργαζόμενων σε αυτές τις δραστηριότητες από τον εθνικό κατώτατο μισθό.
  • Είναι, τέλος, σημαντικό να δημιουργηθεί ένας αξιόπιστος μηχανισμός αναθεώρησης, παρακολούθησης και ελέγχου της αποτελεσματικότητας του εθνικού κατώτατου μισθού. Αυτός ο μηχανισμός πρέπει να είναι απαλλαγμένος από πολιτικές σκοπιμότητες. Δεν θα πρέπει, δηλαδή, η αναθεώρηση του ύψους του κατώτατου μισθού ή των επιμέρους ρυθμίσεων να εξαρτάται από την καλή ή κακή διάθεση της εκάστοτε κυβέρνησης ή από το εκάστοτε πολιτικό ισοζύγιο δυνάμεων. Ένα τέτοιος μηχανισμός θα πρέπει κατά την άποψη μας να έχει δύο στοιχεία. Καταρχήν θα πρέπει να προβλέπει την τακτική αναθεώρηση του ύψους του κατώτατου μισθού σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες ρυθμίσεις του συστήματος Αυτόματης Τιμαριθμικής Αναπροσαρμογής (ΑΤΑ). Κατά δεύτερον λόγο, η παρακολούθηση, ο έλεγχος της αποτελεσματικότητας και η διαπραγμάτευση ενδεχόμενων βελτιώσεων του συστήματος θα πρέπει να βρίσκεται στην αρμοδιότητα του εθνικού τριμερούς κοινωνικού διαλόγου (Εργατικό Συμβουλευτικό Σώμα), που θα υποστηρίζεται από μία μόνιμη επιτροπή εμπειρογνωμώνων.

Η θέσπιση του εθνικού κατώτατου μισθού, στο βαθμό που θα ενσωματώνει τα πιο πάνω χαρακτηριστικά, αναμένεται να συμβάλει στην αύξηση των εισοδημάτων των εργαζόμενων που βρίσκονται στο χαμηλόμισθο τομέα και των ευάλωτων εργαζόμενων που στην πλειοψηφία τους είναι γυναίκες, νέοι, άτομα με αναπηρίες και μετανάστες. Αυτό που δεν μπορεί να κάνει ο εθνικός κατώτατος μισθός είναι να συμβάλει στη γενική ανάκαμψη των εισοδημάτων των εργαζόμενων, στην αποκατάσταση της ευημερίας και αξιοπρέπειας του συνόλου των εργαζόμενων. Αυτό θα επιτευχθεί όταν επανέλθει η κατανομή του εθνικού εισοδήματος στο πρότερο και δικαιότερο επίπεδο της.  Ο εθνικός κατώτατος μισθός μπορεί να βοηθήσει στην ανάκτηση ενός μόνο μέρους των χαμένων εισοδημάτων τους. Οι εργαζόμενοι ως συλλογικότητα θα μπορέσουν να ανακτήσουν το υπόλοιπο και ίσως μεγαλύτερο μέρος μόνο μέσα από την επέκταση της κάλυψης από συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Να γιατί η συζήτηση για τον εθνικό κατώτατο μισθό δεν μπορεί να γίνεται ανεξάρτητα από τη συζήτηση για την αναγκαιότητα στήριξης της συλλογικής σύμβασης εργασίας.

* Η Έκθεση για την Οικονομία και την Απασχόληση του Ινστιτούτου Εργασίας Κύπρου – ΠΕΟ, τεκμηριώνει και αναλύει κάθε χρόνο αυτές τις εξελίξεις. Η Έκθεση για το 2021 δημοσιεύτηκε στις 16 Φεβρουαρίου 2022 και είναι αναρτημένη στις ιστοσελίδες του Ινστιτούτου.